. . . Το εκπαιδευτικό υλικό, όσο μελετημένο κι αν είναι, ουδέποτε θα πραγματοποιήσει μόνο του τους στόχους μας. Βελτιώνεται το περιεχόμενο των μαθημάτων για τους προικισμένους μαθητές, δεν λύνεται, όμως, το πρόβλημα για την ευρεία, απολύτως σεβαστή, πλειονότητα των μαθητών. Το να "μαστορεύουμε"νέα εκπαιδευτικά υλικά χωρίς να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις . . . απορροφά συνεχώς τεράστια ποσότητα χρόνου και χρημάτων, χωρίς να οδηγεί σε πρόοδο: παραμένουμε ακριβώς στην ίδια κατάσταση ". Arons, A. 1992
Εισαγωγικό σημείωμαΤην τελευταία εικοσαετία κοινή είναι η διαπίστωση του μεγάλου χάσματος μεταξύ του σχολείου και της κοινωνίας [PEA & SOLOGAY, 1983].
Αυτό το χάσμα παρουσιάζεται κυρίως με τρεις όψεις:•
χάσμαμεταξύ των γνώσεων που οι μαθητές είναι ικανοί να χρησιμοποιούν μετά το σχολείο και τη γνώση που χρειάζονται πραγματικά για να συμμετέχουν στα κοινά ως ενεργοί πολίτες,
•
χάσμα μεταξύ των εργαλείων μάθησης και της επίλυσης των προβλημάτων όπως χρησιμοποιούνται στο σχολείο και αυτών στην κοινωνία,
•
χάσμαμεταξύ της μάθησης ως πρακτικής μετάδοσης πληροφοριών στο σχολικό περιβάλλον και
της μάθησης ως γνωστικής και κοινωνικά προσδιοριζόμενης διαδικασίας.
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή της πορείας που ακολούθησε η διδασκαλία της φυσικής στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση επιχειρεί να φωτίσει ορισμένες πλευρές και να δώσει κάποιες απαντήσεις στα παραπάνω.
Το ιστορικό που ακολουθεί μας αποκαλύπτει τρία, κυρίως, "ρεύματα".
Το πρώτο "ρεύμα"σχετίζεται πιο πολύ με τις μεγάλες αναμορφώσεις της διδασκαλίας των επιστημών και της τεχνολογίας σε όλα τα επίπεδα (αναλυτικό πρόγραμμα, εργαστηριακές ασκήσεις, σχολικά εγχειρίδια, βοηθήματα) [LEBOUTET, 1972. LEWIS, 1977. BAEZ, 1977. ARONS, 1992].
Η επίδρασή τους φτάνει μέχρι τις μέρες μας εφόσον οι προτάσεις για μικρές ή μεγάλες αναμορφώσεις τις πιο πολλές φορές μας παραπέμπουν σ’ αυτές.
Πολλά παιδαγωγικά αιτήματα και προτάσεις που ακούγονται σήμερα δεν είναι παρά επαναλήψεις ή μιμήσεις αυτών που οικοδομήθηκαν στην σχολική πράξη κατά τη διάρκεια των μεγάλων αναμορφώσεων αλλά τελικά δεν κατακτήθηκαν ουσιαστικά από τους διδάσκοντες για ποικίλους λόγους.
Με άλλα λόγια οι αναμορφώσεις δεν κατάφεραν να "ενταχθούν οργανικά στην καθημερινή διδακτική πρακτική"παρόλο που άγγιξαν πολλά από τα βασικά προβλήματα.
Το δεύτερο "ρεύμα",έκανε δειλά την εμφάνισή του στη δεκαετία του ‘70 και αναφέρεται ως το κίνημα που προκάλεσε "ερευνητική έκρηξη"με βάση τις "πρωτογενείς αντιλήψεις" (misconceptions) των μαθητών σχετικά με τις φυσικές επιστήμες [BLISS & WEIL-BARAIS, 1990], τις ποικίλες δυσκολίες των μαθητών αναφορικά με τις αναπαραστάσεις και τις μεταβάσεις ανάμεσά τους καθώς και με την επίλυση προβλημάτων φυσικής αλλά και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τη φύση της επιστήμης και της πειραματικής μεθόδου έρευνας [HAMMER, 1994. DRIVER et all., 1996].
Παράλληλα με τις έρευνες που στοχεύουν στην ανίχνευση των ποικίλων δυσκολιών των μαθητών αναπτύσσεται και η θεωρητική σκέψη στον τομέα της Διδακτικής προσφέροντας νέα εργαλεία περιγραφής και ερμηνείας του φαινομένου "διδασκαλία και μάθηση των επιστημών".
Το τρίτο "ρεύμα", σχετίζεται με τη χρήση των "Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών" (ΤΠΕ) στη διδακτική πράξη, έχει τις ρίζες του στις μηχανές μάθησης της δεκαετίας του ‘50 και αναφέρεται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και το διαδίκτυο. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον σύγχρονο κίνημα το οποίο επιχειρεί να αξιοποιήσει τις δυνατότητες των πληροφορικών συστημάτων με σκοπό την υποβοήθηση της διδασκαλίας και μάθησης μέσα και έξω από το σχολείο [TEODORO, 1990.WHITE, 1983-84, PAPERT, 1987 ].
Το καθένα από τα παραπάνω "ρεύματα", πιστεύουμε, μας προσφέρει τόσο τα απαραίτητα δεδομένα όσο και το αναγκαίο θεωρητικό πλαίσιο ώστε να συγκροτήσουμε μια προβληματική αναφορικά με την αναγκαία σήμερα αναθεώρηση της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών. Πράγματι, μια σειρά από μικρά ή μεγάλα προγράμματα (Projects) έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια στην Ευρώπη και την Αμερική και δείχνουν τις νέες τάσεις που διαμορφώνονται για τη διδασκαλία της Φυσικής. Επίσης, από μια άλλη πλευρά, θεωρούμε ότι το είδος των προβλημάτων που εμφανίστηκαν κατά τις αναθεωρήσεις της παραδοσιακής διδασκαλίας είναι παρόμοια με αυτά που αντιμετωπίζει και μια ριζοσπαστική προσέγγιση της διδασκαλίας που επιδιώκει την ένταξη ηλεκτρονικού υπολογιστή και του διαδικτύου στο σχολικό σύστημα.
Οι μεγάλες αναθεωρήσειςΗ αποστολή του Sputnik στο διάστημα τον Οκτώβριο του 1957, χαρακτηρίζεται από πολλούς ως σταθμός - σύμβολο για την αναθεώρηση της διδασκαλίας της Φυσικής σε πολλές Δυτικές χώρες. Το γεγονός θεωρήθηκε ως ένδειξη υπεροχής της Σοβιετικής Ένωσης έναντι των Η.Π.Α. στο πλαίσιο του τεχνολογικού ψυχρού πολέμου, μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πριν από αυτό, όμως, πολλές ομάδες εκπαιδευτικών και επιστημόνων όλων των βαθμίδων είχαν διατυπώσει ήδη από το 1938 ένα πρόγραμμα το οποίο υποστήριζε τόσο ένα κοινωνικό - πολιτισμικό προσανατολισμό της επιστήμης όσο και μια πρώτη αιχμή προς την κατεύθυνση της ερευνητική πειραματικής μεθοδολογίας.
Σε ότι αφορά τη Φυσική, δύο σημαντικά προγράμματα (Projects) δημιουργήθηκαν στις Η.Π.Α. Το πρώτο ολοκληρωμένο πρόγραμμα Φυσικής είναι το
Physical Science Study Committee, γνωστό με τη συντομογραφία
PSSC (1957 - 1960) του "Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης"και το δεύτερο το
Harvard Project Physics, γνωστό με τη συντομογραφία
HPP (1964 - 1970) του Πανεπιστημίου Harvard.
Και τα δύο προγράμματα άνοιξαν το δρόμο για μια σε βάθος αναθεώρηση της διδασκαλίας της Φυσικής στις Η.Π.Α. και επηρέασαν όλα τα μεταγενέστερα προγράμματα σε ολόκληρο τον κόσμο και σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης [ΔΑΠΟΝΤΕΣ, 1993].
Σύμφωνα με τη LEBOUTET [1972],
τα κύρια αίτια των αναμορφώσεων στη διδασκαλία - όπως μπορεί κανείς να αναγνωρίσει μέσα από τους προλόγους των σχολικών εγχειριδίων, τις ανακοινώσεις σε συνέδρια των πρωταγωνιστών των μεταρρυθμίσεων, την αρθρογραφία σε περιοδικά και τις συλλογές της UNESCO [LEWIS, 1977. BAEZ 1977] αφιερωμένες στη διδασκαλία των επιστημών - θεωρούνται:
•
οι πρόοδοι της Φυσικής και της Τεχνολογίας (ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα το οικοδόμημα της φυσικής φάνταζε ακλόνητο στις αρχές του 20ου αιώνα νέες επιστημονικές ανακαλύψεις - δομή ατόμου, θεωρία σχετικότητας, κβαντική θεωρία -τροποποιούν ριζικά την επιστημονική νοοτροπία)
•
οι πρόοδοι των άλλων επιστημώνκαι ιδιαίτερα των "Επιστημών του Ανθρώπου" (η Βιοχημεία, η Πληροφορική, η Βιονική, η Βιοτεχνολογία "έσπασαν"την παλιά διάκριση ανάμεσα στις επιστήμες και την Τεχνολογία )
•
η ανάπτυξη των επιστημονικο-τεχνικών επαγγελμάτων (η αναγκαιότητα για μια ανεβασμένη ποιοτικά βασική μόρφωση των τεχνικών και των επιστημόνων, έγινε συνείδηση).
Το PSSC έφερε πολλά νεωτερικά στοιχεία (επινόηση νέων συσκευών και πειραματικών διατάξεων, χρήση εποπτικών μέσων, οδηγούς δασκάλων… ).
Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι οικοδομείται με τέτοιο τρόπο ώστε η Φυσική να παρουσιάζεται από την οπτική γωνία του Φυσικού (
Physicist's view of Physics) [TURNER, 1984].
Η κεντρική θέση που υιοθετεί το πρόγραμμα συνοψίζεται στα παρακάτω:
Φυσική είναι ότι κάνουν οι επαγγελματίες Φυσικοί. Επομένως, η διδασκαλία της οφείλει να είναι τέτοια ώστε οι μαθητές να περάσουν μέσα από παρόμοιες δραστηριότητες. Από την άλλη, η διδακτέα ύλη πρέπει να είναι οργανωμένη σύμφωνα με κριτήρια "εσωτερικά του γνωστικού τομέα". Όσες φορές παρουσιάζεται ιστορικό υλικό ή γίνονται αναφορές στην καθημερινή ζωή αυτό γίνεταιαποκλειστικά και μόνο για να αναδειχθεί η λογική δομή της Φυσικής. Τα πάντα υποτάσσονται σ’ αυτή τη λογική. Τελικά, το PSSC σκοπεύει στην προετοιμασία ειδικών και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί ένα σχολικό μάθημα του τύπου "Φυσική για όλους" [ΔΑΠΟΝΤΕΣ, 1993].
Η σχετική αποτυχία των προγραμμάτων "πρώτης γενιάς"να προσελκύσουν περισσότερους μαθητές προς τη Φυσική αποδεικνύει ότι στο εκπαιδευτικό σύστημα των Η.Π.Α το να διδάσκεται η Φυσική στους νέους σύμφωνα με ένα μοντέλο δομημένο από το φυσικό δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος για να προξενήσει το ενδιαφέρον της νέας γενιάς.
Η εναλλακτική προσέγγιση της διδασκαλίας της Φυσικής εκπροσωπείται από το Harvard Project Physics (HPP) το οποίο εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την τάση της "δεύτερης γενιάς"που θεωρεί τη Φυσική ως "πολιτισμικό αγαθό"απαραίτητο εφόδιο για όλους τους πολίτες.
Η συνεισφορά αυτού του προγράμματος βρίσκεται στο ότι έδωσε
πολλαπλά ερεθίσματα ώστε να ανιχνευτούν και άλλες διαστάσεις της διδασκαλίας (εισαγωγή στοιχείων από την ιστορία των ιδεών στη διδασκαλία, σύνδεση Φυσικής με Λογοτεχνία και Τέχνες).
Τώρα, ο επιχειρούμενος "διδακτικός μετασχηματισμός"έχει ως αφετηρία του πολιτιστικές και κοινωνικές πρακτικές αναφοράς σπάζοντας το μονοπώλιο του PSSC.
Τρεις είναι οι άξονες δράσης πάνω στους οποίους κινήθηκαν οι εμπνευστές του νέου προγράμματος:
Α)
Η ίδια η Φυσική,με έμφαση στην ανθρωπιστική διάσταση της επιστήμης. Είναι δυνατόν η Φυσική, χωρίς να υποβιβαστεί, να χάσει τη μονολιθικότητά της και τον ψυχρό χαρακτήρα της προς όφελος της ανθρωπιστικής της διάστασης.
Β)
Τα παιδιά, με το να δίνει έμφαση στην πρόκληση ενδιαφέροντος.
Για τους μαθητές επικρατεί η άποψη ότι οι αμύητοι στη Φυσική μαθαίνουν με
διαφορετικούς τρόπους και έχουν ποικίλες στάσεις και ενδιαφέροντα.
Γ)
Οι δάσκαλοι - Φυσικοί, με την παραδοχή της αναγκαιότητας για επιμόρφωση
και την προετοιμασία πληθώρας βοηθημάτων (χρήση multimedia).
Οι διδάσκοντες καλούνται να χρησιμοποιούν και άλλα μέσα αξιολόγησης εκτός από τα tests (εξωσχολικά αναγνώσματα, ελεύθερη έρευνα, κριτική βιβλίων και άρθρων, συζητήσεις πάνω σε αντιτιθέμενες απόψεις).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει από πολλές απόψεις και το αγγλικό πρόγραμμα
Nuffield project (1962)με δύο βασικούς στόχους:
Α) Η κατανόηση της Φυσικής μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τις ανακαλύψεις των ίδιων των παιδιών. Ο όρος
"κατανόηση"οφείλει να προσδιορίζεται με λειτουργικούς όρους (εισαγωγή της έννοιας "
Διδασκαλία που εξυπηρετείται από ειδικούς στόχους").
Β) Οι διδακτικές ενέργειες του διδάσκοντα και οι δραστηριότητες των μαθητών αποβλέπουν όχι μόνο στην απόκτηση γνώσεων αλλά δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη μύηση των μαθητών στην πειραματική μέθοδο έρευνας.
Η ερευνητική διαδικασία οφείλει να πραγματοποιείται από τον ίδιο το μαθητή ενώ ο διδάσκων φροντίζει να δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον και παρεμβαίνει όποτε χρειαστεί.
Και στο πρόγραμμα Nuffield project
έμφαση δίνεται στην αναγκαία μόρφωση του εκπαιδευτικούκατά τη διάρκεια εξάσκησης του επαγγέλματός του παρέχοντας πλούσιο "οδηγό για το διδάσκοντα". Στα μέσα της δεκαετία του ‘80 το πρόγραμμα εμπλουτίζεται με το γνωστό εκπαιδευτικό λογισμικό DYNAMIC MODELLING SYSTEM [OGBORN J., 1985].
Στη Γαλλία, τέλος, σημαντική είναι η συνεισφορά της
Επιτροπής Lagarrique [1978]που επιχείρησε την αναμόρφωση του γαλλικού εκπαιδευτικού συστήματος για τη διδασκαλία της Φυσικής και της Χημείας με την οικοδόμηση συγκεκριμένων θεμάτων "modules". Όμως, πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σειρά σχολικών εγχειριδίων με τίτλο
Libres Parcours (1980)υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση των G. Delacote και J. L. Martinand με την πρωτόγνωρη δομή τους (Ντοκουμέντα - Πειραματικές δραστηριότητες - Εγκυκλοπαίδεια) και τους νέους "Οδηγούς για το διδάσκοντα"με σκοπό να προσφέρουν εναλλακτικές προσεγγίσεις των φαινομένων αλλά και να πληροφορήσουν τους διδάσκοντες τόσο με στοιχεία από την ιστορία των ιδεών όσο και με τα εμπόδια που συναντούν οι μαθητές [ΔΑΠΟΝΤΕΣ, 1984].
Σε ότι αφορά την διδασκαλία της Φυσικής με τη χρήση πειραμάτων, τη δεκαετία του ‘60 υπάρχει διάχυτη η ευφορία μια και βρισκόμαστε στην τρίτη "εποχή"της διδασκαλίας της Φυσικής.
Στην πρώτη, ο διδάσκων σχεδίαζε ο ίδιος τα πειράματα στον πίνακα οπότε δεν έκανε πειράματα
(αντιστοιχεί στην Εποχή του λίθου),
στη δεύτερηο διδάσκων έκανε πραγματικά πειράματα επίδειξης (αντιστοιχεί στην εποχή χαλκού) και
στην τρίτηοι ίδιοι οι μαθητές είναι αυτοί που πραγματοποιούσαν πειράματα
(Εργαστηριακές Ασκήσεις, Travaux Pratiques) (αντιστοιχεί στην εποχή του σιδήρου).
Αξίζει να σημειωθεί ότι από εκείνη την εποχή ήδη είχαν επισημανθεί οι ανεπάρκειες των πειραμάτων επίδειξης:
Α) Δεν επιτρέπουν την ποσοτική επαλήθευση ενός νόμου ή την ανακάλυψή του μέσα από τη διαδικασία των μετρήσεων.
Β) Τις πιο πολλές φορές οι μαθητές δεν βλέπουν τίποτα. Είναι βαρετά για τους μαθητές ακόμα και αν τους καλούμε διαδοχικά να κάνουν μετρήσεις.
Γ) Ένα μέρος τους είναι δογματικό. Επιλέγονται από τον διδάσκοντα και ποτέ από τους μαθητές.
Δ) Οι συσκευές και τα όργανα δεν είναι συγκεκριμένα (concrete) αντικείμενα για τους μαθητές παρά μόνο στο βαθμό που τα χρησιμοποιούν οι ίδιοι.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδήγησαν στην αναμφισβήτητη πλέον αποδοχή των "Εργαστηριακών Ασκήσεων"στο σχολικό εργαστήριο (Travaux Pratiques) [LAZERGES, 1966].
Θεωρούμε ότι τόσο τα προγράμματα PSSC και Nuffield όσο και το HPP είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της "πρώτης και δεύτερης γενιάς"προγραμμάτων διδασκαλίας της φυσικής, αντίστοιχα. Βασική αρχή των πρώτων projects είναι η παραδοχή ότι ένα πρόγραμμα περιλαμβάνει όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και τις μεθόδους διδασκαλίας (inquiry - oriented και activity - centered διδασκαλία).
Τα προγράμματα της "τρίτης γενιάς"είναι αυτά που κυοφορούνται και δοκιμάζονται σήμερα σε διάφορες χώρες του κόσμου. Πρόκειται για τα προγράμματα εκείνα που λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις μεταβλητές της τετράδας
Φυσική - Διδάσκων - Μαθητής – Κοινωνία και στηρίζονται στα ευρήματα της Διδακτικής της Φυσικής [DRIVER, 1990].
Που οφείλεται, τελικά, η σχετική αποτυχίατων δύο τουλάχιστον πρωτοποριακών προγραμμάτων PSSC και HPP;
Μετά από τριάντα χρόνια διδασκαλίας σε σχολεία των ΗΠΑ, σύμφωνα με τη Mc DERMOTT [1990] η αποτυχία και των δύο προγραμμάτων οφείλεται κυρίως:
• στην ασυμβατότητα Αναλυτικού Προγράμματος και της "κατάστασης των μαθητών" (το PSSC αποδείχθηκε κατάλληλο μόνο για καλούς μαθητές) και• στην ασυμβατότητα με τους διδάσκοντες (το χάσμα μεταξύ των απαιτήσεων του προγράμματος και της προετοιμασίας των διδασκόντων υπήρξε αγεφύρωτο).Τέλος,
σύμφωνα με τον ARONS [1992]η σημαντικότερη αποτυχία των καλύτερων εκπαιδευτικών υλικών βρίσκεται στον τρόπο επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών την οποία παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο:
"
….οι διδάσκοντες δεν μπορούν να χειριστούν το νέο μορφωτικό υλικό με μεγαλύτερη επάρκεια απ’ όση είχαν πριν παρακολουθήσουν τα προγράμματα επιμόρφωσης. Δεν είναι, λοιπόν, δικό τους σφάλμα το ότι δεν αντιλαμβάνονται την ανεπάρκεια τους. Δεν είναι, επίσης, δικό τους σφάλμα που, απογοητευμένοι από την εφαρμογή του νέου υλικού στην τάξη, αποδίδουν τα προβλήματα μάλλον στις δυσκολίες του υλικού παρά στη δική τους αδυναμία να το κατανοήσουν (αν και ακόμα αισθάνονται ανασφαλείς μ’ αυτό το υλικό). . . Το εκπαιδευτικό υλικό, όσο μελετημένο κι αν είναι, ουδέποτε θα πραγματοποιήσει μόνο του τους στόχους μας. Βελτιώνεται το περιεχόμενο των μαθημάτων για τους προικισμένους μαθητές, δεν λύνεται, όμως, το πρόβλημα για την ευρεία, απολύτως σεβαστή, πλειονότητα των μαθητών. Το να "μαστορεύουμε"νέα εκπαιδευτικά υλικά χωρίς να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις . . . απορροφά συνεχώς τεράστια ποσότητα χρόνου και χρημάτων, χωρίς να οδηγεί σε πρόοδο: παραμένουμε ακριβώς στην ίδια κατάσταση ".Στον ελλαδικό χώρο ο απόηχος των προγραμμάτων έφτασε στη καθημερινή διδακτική πράξη
Α) με τα διδακτικά εγχειρίδια φυσικής Α’ και Β’ τάξης του Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου
[ΔΑΠΟΝΤΕΣ, ΚΑΣΣΕΤΑΣ, ΜΟΥΡΙΚΗΣ, ΣΚΙΑΘΙΤΗΣ 1983-1996 ΕΠΛ, ΔΑΠΟΝΤΕΣ & ΚΑΣΣΕΤΑΣ, 1997-98 ΕΛ] που επηρεάστηκε ως ένα βαθμό από το HPP (ένταξη της ιστορίας των ιδεών στη διδακτική πράξη, μέθοδοι έρευνας) και
Β) με τη μετάφραση του εγχειριδίου του PSSC (1993) από το Ευγενίδειο Ίδρυμα και τη διδασκαλία σε 250 περίπου Λύκεια της χώρας για 4 χρόνια περίπου.
Συμπεράσματα από τις μεγάλες αναθεωρήσειςΑπό την πορεία των προγραμμάτων αναθεώρησης συγκρατούμε τα παρακάτω θετικά δεδομένα
(με την έννοια ότι ζυμώθηκαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό και στη σχολική τάξη αφήνοντας τα σημάδια τους στον εκπαιδευτικό κόσμο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο):
Α) Μέθοδοι διδασκαλίας (inquiry - oriented και activity - centered διδασκαλία).
• Ενεργητική εκμάθηση της φυσικής στο εργαστήριο και νέες συσκευές κατάλληλες για τη διδασκαλία της Μηχανικής (ηλεκτρικός χρονομετρητής (ticker - tape timer), Εργαστηριακές Ασκήσεις και "Φύλλα εργασίας").
• Εργασία των μαθητών με ομάδες (συνεργατική μάθηση) και νέος ρόλος του διδάσκοντα (καθοδηγητής).
• Διδασκαλία με στόχους
{
γνώσης - κατανόησης, μεθόδου, επίλυσης προβλημάτων} Β) Επινόηση νέων "διδακτικών εργαλείων"δημιουργία νέων σχολικών εγχειριδίων
(PSSC, HPP, NUFFIELD, LIBRES PARCOURS) και
συνειδητοποίηση της ανάγκης για εναλλακτικές προσεγγίσεις. Γ) Αξιοποίηση της ιστορίας των επιστημών στη διδασκαλία και
εικόνα της Φυσικής ως πολιτισμικό αγαθό.Δ)
Πλούσιο περιβάλλον διδασκαλίας (video, slides, διαφάνειες, εκπαιδευτικό λογισμικό,
βιβλίο μαθητικών δραστηριοτήτων, βιβλίο για το διδάσκοντα, εργαστηριακός οδηγός) και φροντίδα
για ουσιαστική
επιμόρφωσητων εκπαιδευτικών με όλους τους πρόσφορους τρόπους.
Σήμερα, όσο σημαντικά και να αποδεικνύονται τα παραπάνω συμπεράσματα για τη βελτίωση της διδασκαλίας, αυτό που τελικά θα πρέπει να διακρίνει τις σημερινές προσπάθειες είναι:
i)H τεράστια σημασία που έχουν τα πρώτα ευρήματα της Διδακτικής της φυσικής
ii)H υπόθεση ότι βελτιώνεται η διδασκαλία με την κατάλληλη αξιοποίηση του εκπαιδευτικού λογισμικού.
Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται τόσο προς το μαθητή (ανίχνευση των ικανοτήτων τους) όσο και προς το αντικείμενο της διδασκαλίας (νέες ιδέες για το διδακτικό μετασχηματισμό) οπότε το γνωστό
"παιδαγωγικό τρίγωνο" [Μαθητές – Περιεχόμενο – Δάσκαλοι]
γίνεται επίκαιρο και αποκτά ουσιαστικό νόημα.
Μεταξύ των τριών συνιστωσών ή πόλων της διδασκαλίας ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι
αλληλεπιδράσειςανάμεσα:
•
στο μαθητή και το γνωστικό αντικείμενοοπότε έχουμε τις «στάσεις», τις "πρωτογενείς αντιλήψεις"και τα "νοητικά μοντέλα",
•
στη φυσική και στο διδάσκονταοπότε έχουμε έναν ακόμα "διδακτικό μετασχηματισμό"εκτός από τον αρχικό μετασχηματισμό που γίνεται σε ψηλότερο επίπεδο (από τη Φυσική ως Επιστήμη στη Φυσική του Αναλυτικού Προγράμματος),
•
στο μαθητή και στο διδάσκοντα οπότε έχουμε το λεγόμενο "
διδακτικό συμβόλαιο".
Αυτή η σύντομη περιγραφή σκιαγραφεί την πολυπλοκότητα του συστήματος διδασκαλίας αλλά ταυτόχρονα θέτει και τα θεμέλια για μια σφαιρική αντιμετώπιση του φαινομένου διδασκαλία και μας επιτρέπει να σχεδιάσουμε πιο συγκροτημένες διδακτικές παρεμβάσεις.
Είναι φανερό ότι το παραπάνω σχήμα θα αλλάζει ριζικά από τη στιγμή που επιχειρείται η εισαγωγή
του διερευνητικού λογισμικού και του διαδικτύου στη σχολική τάξη. Εκτός από τον κλασικό "διδακτικό μετασχηματισμό"του διδάσκοντα θα έχουμε και το νέο όρο "πληροφορικό μετασχηματισμό"αλλά και αναζήτηση της εικόνας του μαθητή σύμφωνα με τον Α. DISESSA:
Από την εικόνα του
μαθητή ως "επιστήμονα" μετάβαση στο
μαθητή ως "σχεδιαστή και εξερευνητή των ιδεών του"
ΒιβλιογραφίαARONS, A. 1992: Οδηγός διδασκαλίας της Φυσικής, μετάφραση- επιμέλεια Α. Βαλαδάκης, εκδ. ΤΡΟΧΑΛΙΑ, Αθήνα.
BAEZ, A. 1977: L' innovation dans l' enseignement des sciences: synthese mondial, Ed. UNESCO.
BLISS, J. & WEI-BARAIS,A. 1990. Physical science and the School Curriculum, στο European Journal of Psychology of Education, t. V, No 4, 371-378.
DISESSA A., 1990, Images of learning, In "Proceedings of the NATO Advanced Workshop on computer - based learning environments and problem solving", Belgium.
DRIVER D., J. LEACH, R. MILLAR, P. SCOTT (1996): Young people's images of science, Open University Press, Buckingham.
GLASER,R. (1991). The maturing of the relationship between the science of learning and cognition and
educational practice. Learning and Instruction, 1, 129-144.
HAMMER, D.1994. Students' beliefs about conceptual knowledge in introductory physics,
INT. J. SCI. EDUC. Vol. 16, No 4, 385 -403.
LAZERGES, M. 1966. Role des travaux pratiques dans l' einseignement de la Physique,
in Tendances nouvelles de l' einseignement de la Physique, UNESCO.
LEBOUTET, L. 1972. l' enseignement de la Physique, ed. PUF, Paris.
LEWIS, J. 1972: Teaching school Physics, Ed. UNESCO, Penguin Books.
McDermott, D. 1990. What we teach and what is learned: closing the gap. R. A. Millikan Lecture,
AATP Summer Meeting, University of Minnesota.
McDermott, L. 1990. Research and computer - based instruction: opportunity for interaction, Am. J. Phys. 58(5).
McDermott, L. 1990. What we teach and what is learned: closing the gap. R. A. Millikan Lecture,
AATP Summer Meeting, University of Minnesota, 1990.
OGBORN, J. (1984) Dynamic Modelling System. Microcomputer Software. London: Longmans.
PEA, R. & SOLOGAY,E. 1983. Mechanics for facilitating a vital and dynamic education system: fundamental roles for education science and technology, Final Report for the Office of Technology Assessment, U. S Congress..
PAPERT, S. (1987): Microworlds: transforming education, in R. Lowler and M. Yardani: Artificial intelligent and education.
TEODORO, V. D. (1990) : The computer as a conceptual lab: Learning dynamics with an exploratory environment. Paper presented at the NATO Advanced Research Workshop Technologies in the teaching of Mathematics and science, Milton Keynes.
TURNER, D. 1984: Reform and the Physics Curriculum in Britain and the United States, COMPARATIVE EDUCATION REVIEW.
WHITE, B. 1983, Sources of difficulty in understanding Newtonian dynamics. Cognitive Science, 7(1), 41-65.
WHITE, B. 1984, Designing computer activities to help physics students understand Newton's laws of motion.
Cognition and Instruction, 1, 69-108.
ΔΑΠΟΝΤΕΣ, N, ΚΑΣΣΕΤΑΣ, A. ΜΟΥΡΙΚΗΣ, Σ. & ΣΚΙΑΘΙΤΗΣ Μ.(1983): Φυσική, Α’ και Β’ τάξη του ΕΠΛ, εκδ. ΟΕΔΒ.
ΔΑΠΟΝΤΕΣ, N & ΚΑΣΣΕΤΑΣ, A.(1996): Φυσική, Α’ και Β’ τάξη του Ενιαίου Λυκείου (αναθεωρημένη έκδοση των βιβλίων του ΕΠΛ) εκδ. ΟΕΔΒ.
ΔΑΠΟΝΤΕΣ, N. (1992): Το PSSC: Μια συντηρητική άποψη για τη διδασκαλία της Φυσικής, ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ, τεύχος 2ο, εκδ. ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ, Παράρτημα Πάτρας.
(* Αναδημοσίευση από το
www.dapontes.gr 2005)