«Το επιστημονικό πνεύμα δεν μπορεί να συγκροτηθεί παρά μόνο στο βαθμό που καταστρέφει το μη επιστημονικό» Gaston Bachelard
ΕισαγωγήΜε τον όρο
«πρόβλημα» χαρακτηρίζουμε καταστάσεις καθημερινής ζωής και ορισμένες σχολικές δραστηριότητες. Αυτό που εδώ μας ενδιαφέρει είναι η απάντηση στα ερωτήματα:
Τι είναι πρόβλημα; Πώς οι άνθρωποι λύνουν προβλήματα;Απαντήσεις στα ερωτήματα έχει ο καθένας που εμπλέκεται στην εκπαιδευτική διαδικασία. Το πρόβλημα βρίσκεται όχι μόνο στην απουσία συμφωνίας των εκπαιδευτικών αλλά και στο ότι, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει καν τεθεί το ζήτημα για συζήτηση.
Η απουσία συμφωνίας ενός ορισμού του όρου «πρόβλημα» είναι πηγή ποικίλων συγχύσεων.
Μια πρόχειρη αναζήτηση που έκανα παλιά με οδήγησε στους παρακάτω γενικούς ορισμούς:
Πρώτος ορισμός :
Κάποιος αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα όταν έχει ένα στόχο τον οποίο δεν μπορεί να προσεγγίσει απευθείας (Kaney, 1986).
O Jackson (1985) συνοψίζει τον παραπάνω ορισμό με το διάγραμμα:
Δεύτερος ορισμός:Κάποιος αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα όταν θέλει «κάτι» αλλά δεν γνωρίζει ποιες ενέργειες πρέπει να κάνει για να το πετύχει (Newell and Simon, 1972).
Τρίτος ορισμός:Οποτεδήποτε υπάρχει χάσμα ανάμεσα σ’ αυτό που είσαι τώρα και σ’ αυτό που θα ήθελες να είσαι και δεν γνωρίζεις τον τρόπο για να καλύψεις αυτό το χάσμα, τότε αντιμετωπίζεις ένα πρόβλημα (Hayes, 1980).
Και οι τρεις ορισμοί μοιάζουν στο ότι δεν εστιάζουν καθόλου στη φύση αυτού του καθαυτού προβλήματος αλλά εντοπίζουν το ενδιαφέρον τους στην απόσταση ανάμεσα στο πρόβλημα και στην έλλειψη μιας κατάλληλης μεθόδου επίλυσής του.
Επιπλέον, μας παρέχουν τα χαρακτηριστικά ενός προβλήματος:
--- Μια ερώτηση που έχει νόημα και
--- την ανάγκη για μια απάντηση – λύση η οποία δεν είναι γνωστή.
Όμως, αυτοί οι ορισμοί «
τύπου χάσματος» μπορεί να είναι κατάλληλοι για να χαρακτηριστεί μια κατάσταση ή ένα καθήκον ως πρόβλημα, αλλά δεν αγγίζουν το ερώτημα της δυσκολίας ή της πολλυπλοκότητά τους.
Από την άλλη, ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένας μαθητής οπωσδήποτε προϋποθέτει αλληλεπιδράσεις δύο τύπων:
i)Την αλληλεπίδραση με το καθήκον.
Για παράδειγμα, ένας μαθητής και ένας δάσκαλος Φυσικής μπορεί να αντιμετωπίζουν την ίδια κατάσταση αλλά για τον πρώτο είναι
πραγματικό πρόβλημαενώ για το δεύτερο είναι ζήτημα ανάκλησης γνώσεων ή εφαρμογής ενός αλγορίθμου.
ii)Την αλληλεπίδραση με άλλους.
Για παράδειγμα, ένας μαθητής καλείται να λύσει ένα πρόβλημα στη σχολική τάξη ή μια σειρά προβλημάτων στο σπίτι ή να απαντήσει σε θέματα πανελληνίων εξετάσεων.
Ο γενικός ορισμός του ΠροβλήματοςΣτο πλαίσιο της διδασκαλίας προτείνω τον ακόλουθο ορισμό του προβλήματος:
Με τον όρο «πρόβλημα» χαρακτηρίζουμε ένα καθήκον το οποίο απαιτεί ανάλυση και συλλογισμούς προς επίτευξη ενός σκοπού.
Αυτή η «ανάλυση και οι συλλογισμοί»
α) βασίζονται στην κατανόηση της γνωστικής περιοχής στην οποία αναφέρεται το καθήκον
β) εξυπηρετούν στην επιλογή στρατηγικών (διαδικασίες, αλγόριθμοι) που εφαρμόζονται στο πρόβλημα
γ) χρησιμεύουν στην αξιολόγηση της λύσης του προβλήματος.
Η παρουσίαση των "λύσεων των προβλημάτων"στα σχολικά βιβλίαΜια διαπίστωση:
Υπάρχει απόσταση ανάμεσα στη στρατηγική που ακολουθεί ένας πεπειραμένος Φυσικός (expert) λύνοντας ένα νέο πρόβλημα γι αυτόν και των λύσεων που παρουσιάζονται στα λυμένα προβλήματα των εγχειριδίων Φυσικής.
Σύμφωνα με το Herron (1990):
«Η διαφορά ανάμεσα στη λύση ενός προβλήματος από τον ειδικό και στην παρουσίαση των λύσεων στα βιβλία είναι σημαντική επειδή μπορεί να δώσει στους μαθητές εσφαλμένη εντύπωση για το πώς λύνονται τα προβλήματα. Οι λύσεις παρουσιάζονται χωρίς καμιά ένδειξη για λανθασμένες αφετηρίες και αδιέξοδα».Άσκηση ή Πρόβλημα;Σύμφωνα με τους ειδικούς ερευνητές στην επίλυση προβλημάτων, άσκηση είναι ένα καθήκον το οποίο μπορεί να διεκπεραιωθεί πλήρως με τη βοήθεια ενός αλγορίθμου. Ένα καθήκον ή μια ερώτηση που δεν γνωρίζουμε την απάντηση είναι άσκηση και όχι πρόβλημα από τη στιγμή που αισθανόμαστε σίγουροι ότι γνωρίζουμε πώς να βρούμε την απάντηση – λύση.
Η διαφορά ανάμεσα σε μια άσκηση και σε ένα πρόβλημα δεν είναι ζήτημα δυσκολίας ή πολυπλοκότητας αλλά ζήτημα «οικείου».
Α. Η προβληματική και το πλαίσιο τηςα. Ο τίτλος της μελέτης αυτής προσφέρει την ευκαιρία να κάνουμε μερικές αναγκαίες διευκρινήσεις.
Πρώτα απ’ όλα, δηλώνει ότι κύριο αντικείμενο της προβληματικής μας είναι η έρευνα σε «σημασιολογικά» πλούσιους τομείς «επίλυσης προβλημάτων» αλλά δεν πρόκειται να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με μεθοδολογίες που αναφέρονται στην αποτελεσματική λύση προβλημάτων, ούτε βέβαια να δώσουμε ένα τέλειο αλγόριθμο, ο οποίος να εφαρμόζεται επιτυχώς σ’ όλα τα προβλήματα.
Με τον όρο «πρόβλημα» θα εννοούμε τα προβλήματα που υπάρχουν συνήθως στο τέλος κάθε κεφαλαίου των σχολικών εγχειριδίων. Τα προβλήματα αυτά, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη λειτουργία αξιολόγησης και ελέγχου των γνώσεων που έχουν, από όλους τους διδάσκοντες θεωρούνται ένα μέρος που επιτρέπει την ολοκλήρωση της διδασκαλίας. Ας μη ξεχνάμε ότι
« η επίλυση προβλημάτων είναι τμήμα της διαδικασίας της σκέψης και θεωρείται περίπλοκη διανοητική λειτουργία και έχει οριστεί ως υψηλού επιπέδου γνωστική διεργασία, η οποία απαιτεί το χειρισμό και τον έλεγχο περισσότερο θεμελιωδών και συνηθισμένων ικανοτήτων» (Wikipedia).
Από παλιά οι ψυχολόγοι και μεταξύ αυτών παιδαγωγοί και Φυσικοί ή Χημικοί αισθάνθηκαν την ανάγκη να στραφούν στη μελέτη της επίλυσης προβλημάτων εφαρμόζοντας μεθόδους πειραματικής έρευνας με την ελπίδα ότι έτσι θα βοηθηθούν στο να κατανοήσουμε καλύτερα
«πώς επιτυγχάνουν οι μαθητές να λύνουν προβλήματα» κι ακόμα
«
ποια νοητικά εμπόδια ορθώνονται στην πορεία επίλυσής τους».
Επιπλέον, ο τίτλος μας πληροφορεί ότι, η πειραματική έρευνα εντάσσεται στο πλαίσιο μιας τάσης της
Γνωστικής Ψυχολογίας (Cognitive Psychology). Πρόκειται, όπως θα δούμε παραπέρα, για τη θεωρία που φέρει το όνομα «Information Processing Model».
Εφοδιασμένοι με τις τεχνικές που προσφέρει αυτό το μοντέλο, ομάδες επιστημόνων σε διαφορετικές χώρες προχώρησαν σε έρευνες με σκοπό τη συγκρότηση μιας θεωρίας που θα υποστηρίζει μια σύγχρονη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών ή των μαθηματικών.
β. Χρειάζεται να δούμε σύντομα τους λόγους για τους οποίους οι Φυσικοί που έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών, αναγκάστηκαν να προσφύγουν στα μοντέλα και τις μεθόδους της Γνωστικής Ψυχολογίας.
Ξεκινάμε από την κοινότυπη παρατήρηση ότι
Ο expert – Φυσικός ή Χημικός λύνει δύσκολα προβλήματα πολύ πιο γρήγορα και με ακρίβεια από ότι ένα μαθητής ή φοιτητής. Για να «εξηγήσουμε» αυτήν την ειδική ικανότητα, πολλές φορές δίνουμε ένα όνομα όπως
«ταλέντο», «εξυπνάδα», «ιδιοφυΐα», «κριτικό πνεύμα», «φαντασία», «διαίσθηση». Όμως, το να χρησιμοποιούμε
λέξεις μαγικές – εκεί που οφείλουμε μια εξήγηση – και να μένουμε σ’ αυτές, ορθώνουμε ένα πρόσθετο εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξη της γνώσης στον τομέα της διδασκαλίας και μάθησης.
Φαίνεται ότι, εύκολα γίνεται κοινά αποδεκτή ως «σωστή» μια εξήγηση τέτοιου τύπου. Μας βολεύει και μας ικανοποιεί, ίσως, αφού μας απαλλάσσει από τον κόπο μιας βαθύτερης μελέτης του φαινομένου, που ενδιαφέρει η εξήγησή του.
Είναι ανάγκη, λοιπόν, να κατανοήσουμε με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια γίνεται,
ποιοι νοητικοί μηχανισμοί παρεμβαίνουν στις εμφανιζόμενες διαφορές που κάνουν τον expert ανώτερο στη λύση προβλημάτων,αν θέλουμε να προχωρήσουμε πέρα από τις λέξεις «διαίσθηση», «εξυπνάδα» ή «ταλέντο».
Για να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της διαφοράς ικανοτήτων στη λύση προβλημάτων πρέπει να επιλέξουμε την κατάλληλη ψυχολογική θεωρία. Στην άκρη του νήματος, που θα μας οδηγήσει σίγουρα σ’ αυτήν, βρίσκεται η ιδέα ότι:
οι διαφορές στην παραγωγή της λύσης («μακροσκοπικά» παρατηρήσιμες) αντανακλούν κάποιες διαφορές στα γνωστικά συστήματα των ανθρώπων («μικροσκοπικά» υποτιθέμενες). Η φιλολογία, σχετική με το ζήτημα, μας παραπέμπει στις μελέτες των ψυχολόγων οι οποίοι πειραματίζονται πάνω στις διαφορές ικανοτήτων που εκδηλώνουν ο expert – σκακιστής και ο αρχάριος.
Υπόβαθρο θεωρητικό για τη διεξαγωγή τέτοιας φύσης ερευνών, αποτελεί το μοντέλο «Information Processing». Τα αποτελέσματα είναι τόσο ευνοϊκά ώστε οι έρευνες παρόμοιων φαινομένων να συνεχίζονται αλλά και να επεκτείνονται σ’ άλλους «σημασιολογικά» πλούσιους τομείς όπως η Φυσική, η Χημεία, τα Μαθηματικά.
Προτού καταπιαστούμε, κάπως διεξοδικά με αυτό το μοντέλο, ας δούμε σύντομα ένα από τα τρία ρεύματα της Ψυχολογίας, που ονομάζεται Γνωστική Ψυχολογία. Τα άλλα δύο, ο Μπεχαβιορισμός και η Ψυχανάλυση, δεν θα μας απασχολήσουν μια και δεν προσφέρονται για την έρευνα πάνω στη λύση προβλημάτων Φυσικής, από τη σκοπιά, φυσικά, που εδώ μελετάμε.
γ. Το ΠΩΣ, το ΤΙ και το ΓΙΑΤΙ της Γνωστικής ΨυχολογίαςΑν ρωτήσουμε τους Ψυχολόγους να μας πούνε τι είναι η Γνωστική Ψυχολογία, δεν θα πάρουμε πάντα την ίδια απάντηση. Η ασάφεια οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ύπαρξη των τριών ρευμάτων που προαναφέραμε. Ακόμα και αν δώσουμε έναν ορισμό δεν θα ήταν ικανοποιητικό, αφού έτσι κι αλλιώς η ασάφεια θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Είμαστε υποχρεωμένοι από τα πράγματα να δώσουμε ένα λειτουργικό ορισμό της Γνωστικής Ψυχολογίας και στη συνέχεια να επισημάνουμε τις πιο χτυπητές διαφορές της από τον Μπεχαβιορισμό και την Ψυχανάλυση.
Προτιμήσαμε τον ορισμό που δίνει ο R. Mayer (1981):
Γνωστική Ψυχολογία είναι η επιστημονική ανάλυση των νοητικών λειτουργιών και των δομών της μνήμης,με σκοπό να κατανοήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά.Το πρώτο μέρος του ορισμού (η επιστημονική ανάλυση) αναφέρεται στο
ΠΩΣ της Γνωστικής Ψυχολογίας. Μόνο επιστημονικές μέθοδοι γίνονται αποδεκτές.
Το δεύτερο (των νοητικών λειτουργιών και των δομών της μνήμης) αφορά το
ΤΙ της Γνωστικής Ψυχολογίας και μελετάει
(i) το «τι» συμβαίνει μέσα στο ανθρώπινο κεφάλι όταν ο άνθρωπος επιτελεί κάποιο καθήκον
(επίλυση μιας εξίσωσης, για παράδειγμα) και
(ii) με ποιο τρόπο ο άνθρωπος αποθηκεύει γνώσεις και τις χρησιμοποιεί κατά την εκτέλεση ενός συγκεκριμένου
καθήκοντος.
Το (i) αναφέρεται στις νοητικές λειτουργίες, το (ii) μιλάει για νοητικές δομές.
Το τρίτο μέρος του ορισμού αναφέρεται στην κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και αφορά το «ΓΙΑΤΙ» της Γνωστικής Ψυχολογίας.
Σκοπός της είναι η ακριβής περιγραφή των γνωστικών συμβάντων, ώστε να μπορούμε να προβλέψουμε καλύτερα και να κατανοήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά.Η Γνωστική Ψυχολογία, για παράδειγμα μελετάει τις νοητικές λειτουργίες που παίρνουν μέρος
στη λύση προβλημάτων αριθμητικής. Η γνώση αυτών των νοητικών λειτουργιών μας επιτρέπει να κατανοήσουμε γιατί μερικοί μαθητές τα καταφέρνουν ενώ άλλοι αποτυγχάνουν στην εκμάθηση της Αριθμητικής
[Στη συνέχεια μπαίνει κι ένας άλλος στόχος, πιο πρακτικός. Πρόκειται για την επεξεργασία διδακτικών προσεγγίσεων που να επιδιώκουν την άρση συγκεκριμένων νοητικών εμποδίων, τα οποία ενδεχόμενα παρουσιάζονται σε μερικούς μαθητές. Κάτι τέτοιο οδηγεί στην οικοδόμηση των λεγομένων «στόχων για την υπερνίκηση νοητικών εμποδίων» πλάι στους άλλους στόχους (γνώσης – κατανόησης, μεθόδου έρευνας, επιστημονικών στάσεων, δεξιοτήτων χειρισμού, επίλυσης προβλημάτων)].
Μετά τον ορισμό (τι είναι η Γνωστική Ψυχολογία) ας δούμε σε ποια σημεία συμφωνεί και σε ποια διαφέρει από τα άλλα δύο ρεύματα της Ψυχολογίας. Όσον αφορά το ΓΙΑΤΙ τόσο ο Μπεχαβιορισμός όσο και η Ψυχαναλυτική προσέγγιση συμφωνούν. Σκοπός τους είναι η κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το ίδιο συμβαίνει και με τη χρήση της μεθόδου (το ΠΩΣ). Υποστηρίζουν, όλες, την ανάγκη να ακολουθούν επιστημονική μέθοδο έρευνας, άλλο αν είναι διαφορετικές. Στο τρίτο σημείο (το ΤΙ) διαφέρουν μεταξύ τους.
Οι εσωτερικές νοητικές λειτουργίες αφήνουν παντελώς αδιάφορους τους υποστηρικτές της τάσης του Μπεχαβιορισμού. Αυτοί υποστηρίζουν ότι οι νοητικές λειτουργίες δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθούν απευθείας και ως εκ τούτου ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει «νόμιμο» αντικείμενο επιστημονικής μελέτης αυτό που συμβαίνει στα κεφάλια των ανθρώπων.
[Αν φανταστούμε ότι η Μπεχαβιοριστική προσέγγιση εφαρμοζόταν στη Φυσική ή τη Χημεία,
τότε δεν θα μπορούσε να υπάρξει θεωρία ατομικής δομής της ύλης. Οι «οντότητες» που συνιστούν
ένα άτομο δεν θα ήταν παρατηρήσιμες άμεσα, εντούτοις η ατομική θεωρία είναι σε θέση να προβλέπει].
Όσο για την Ψυχαναλυτική προσέγγιση, αυτή δίνει έμφαση στη μελέτη των εσωτερικών νοητικών λειτουργιών όπως και η Γνωστική Ψυχολογία. Όμως, ενώ η πρώτη εντοπίζει το ενδιαφέρον στα συναισθήματα και τις επιθυμίες, η δεύτερη έχει την τάση να μελετάει την ορθολογική πλευρά της πνευματικής ζωής.
Θα λέγαμε ότι η Γνωστική Ψυχολογία αφορά το «πως» ο άνθρωπος γνωρίζει τον κόσμο γύρω του και το «πως» χρησιμοποιεί αυτή τη γνώση για να οδηγηθεί σε αποφάσεις και να εκτελεί μια ποικιλία πραγμάτων.
Β. Το "Μοντέλο Επεξεργασίας Πληροφοριών»: Ένα γενικό πλαίσιο για τη διερεύνηση των νοητικών λειτουργιώνΓια τη μελέτη της λύσης προβλημάτων (Problem Solving) που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος γενικά και
ο μαθητής στο σχολείο ειδικά, έχουμε ανάγκη από τη Γνωστική Ψυχολογία. Αυτή προσανατολίζει
τις έρευνες και ανατροφοδοτείται από τα εμπειρικά δεδομένα. Σαν πιο κατάλληλη, για το ζήτημα
της λύσης προβλημάτων τουλάχιστον, αναγνωρίσαμε την τάση της Γνωστικής Ψυχολογίας που ονομάζεται «Μοντέλο Επεξεργασίας Πληροφοριών» (Information Processing Model). Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση της τελευταίας, θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε τις συνθήκες γένεσης και την εξέλιξή τους.
Στη συνέχεια θα ενδιαφερθούμε για τις βασικές έννοιες του μοντέλου που είναι απαραίτητες
για τη μελέτη μας.
α. Η Βασική Ιδέα του Μοντέλου Είναι γνωστό ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές διαδόθηκαν ευρύτατα στην επιστημονική κοινότητα
στις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Θεωρήθηκαν τότε, κύρια ως μηχανές που επεξεργάζονται αριθμούς με τεράστιες ταχύτητες. Με την ανάπτυξη όμως των γλωσσών προγραμματισμού όπως η FORTRAN, συνειδητοποιείται ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν περιορίζονται στην επεξεργασία αριθμών
αλλά είναι μηχανές επεξεργασίας γενικών συμβόλων.
Έτσι, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 γεννιέται για πρώτη φορά η ιδέα ότι
«
ο άνθρωπος, όπως ακριβώς οι υπολογιστές, μπορεί να θεωρηθεί ως σύστημα επεξεργασίας συμβολικών πληροφοριών και επιπλέον ότι η γνώση του «πως» λειτουργούν οι υπολογιστές θα μπορούσε να χρησιμεύσει στη διερεύνηση παρόμοιων νοητικών διαδικασιών του ανθρώπου» (Newell, Show and Simon, 1958).
Ο άνθρωπος παρομοιάζεται με τον υπολογιστή, με την έννοια ότι αμφότεροι
προσλαμβάνουν πληροφορίες,
τις επεξεργάζονται και παράγουν κάποια κατάλληλη απόκριση. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να περιγράψουμε τις νοητικές λειτουργίες που επιτελούνται μέσα στο κεφάλι του ανθρώπου όταν εκτελεί κάποιο καθήκον.
Από τότε, άρχισε η σταδιακή αφομοίωση αυτής της «αναλογίας» που υποθετικά υπάρχει ανάμεσα στην ανθρώπινη νόηση και τους υπολογιστές, στο πλαίσιο της πειραματικής Γνωστικής Ψυχολογίας.
[Υπάρχουν βέβαια ορισμένα προβλήματα μ’ αυτήν την αναλογία: αγνοεί για παράδειγμα το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι ζωντανοί οργανισμοί που προσπαθούν να επιβιώσουν και έχουν αισθήματα και επιθυμίες].
Το σύστημα των γνώσεων που στηρίχθηκε πάνω σ’ αυτήν την αναλογία και συγκροτήθηκε με τα πειραματικά δεδομένα των τελευταίων χρόνων, αποτελεί αυτό που ονομάσαμε «Μοντέλο Επεξεργασίας Πληροφοριών».
Το μοντέλο αυτό, από τις αρχές του ‘70 αρχίζει να κερδίζει έδαφος, μετά από τις επιτυχίες που γνώρισαν τα ειδικά για την ανθρώπινη μνήμη και προσοχή, μοντέλα.
[Η κριτική που ασκείται εντοπίζεται κύρια στο να επισημαίνει τον στατικό χαρακτήρα που έχουν ορισμένες έρευνες, οι οποίες ακολουθούν πιστά την παράδοση του μοντέλου:
Η A. Brown (1982) σημειώνει χαρακτηριστικά ότι:
«ένα σύστημα (ο υπολογιστής) που δεν μπορεί να αναπτυχθεί ή να επιδείξει προσαρμοστικές τροποποιήσεις σ’ ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, είναι μια περίεργη μεταφορά για τις λειτουργίες της ανθρώπινης σκέψης, οι οποίες σταθερά αλλάζουν κατά τη διάρκεια μιας ζωής».
Απάντηση, γενικά βέβαια, δίνουν οι R.Kail and J.Bisanz (1982) όταν ισχυρίζονται ότι
το μοντέλο «Information Processing»
δεν είναι μια ολοκληρωμένη θεωρία, αλλά αποτελεί ένα Πλαίσιο προς την κατεύθυνση της έρευνας για τη διερεύνηση των νοητικών λειτουργιών του ανθρώπου.Οι ίδιοι σημειώνουν ακόμα ότι,
όπως ο Piaget διάλεξε την τυπική λογική και την λεκτική περιγραφή για να παρουσιάσει την ανάπτυξη της σκέψης,έτσι και οι οπαδοί της τάσης «Επεξεργασίας Πληροφοριών»,
διάλεξαν τη λειτουργία των υπολογιστών ως «μεταφορά» της ανθρώπινης σκέψης].β. Τα «πιστεύω» του μοντέλου «Σύστημα Επεξεργασίας Πληροφοριών»Οι περισσότεροι ψυχολόγοι που ανήκουν στην τάση για την οποία ενδιαφερόμαστε, μοιράζονται ένα μικρό αριθμό προτάσεων – αξιωμάτων («πιστεύω») σχετικών με την ανθρώπινη σκέψη. Αυτά τα «πιστεύω» έχουν έναν προ-θεωρητικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τους R. Kail and J.Bisanz (1982) είναι τα ακόλουθα.
Ι) Το μοντέλο «Σύστημα Επεξεργασίας Πληροφοριών» ανήκει στον τομέα της Γνωστικής Ψυχολογίας, εφόσον το αντικείμενο της είναι οι ψυχολογικές διεργασίες της «γνώσης» στην πιο ευρεία της έννοια.
ΙΙ) Οι ομοιότητες ανθρώπινης σκέψης και λειτουργίας του υπολογιστή επιτρέπουν στους ερευνητές
τη χρήση του υπολογιστή σαν ανάλογο ανθρώπινης «γνώσης».
Πιο ειδικά, η ανθρώπινη σκέψη και οι λειτουργίες που επιτελεί ο υπολογιστής, νοούνται από τη σκοπιά της επεξεργασίας συμβολικών πληροφοριών. Έτσι νομιμοποιείται η χρήση των βασικών εννοιών του υπολογιστή και του φορμαλισμού του (γλώσσες προγραμματισμού) για την αναπαράσταση των χαρακτηριστικών της ανθρώπινης νόησης. Επιπλέον, οι γνώσεις μας για τις λειτουργίες του υπολογιστή μπορούν να φανούν εξαιρετικά χρήσιμε για τη διατύπωση υποθέσεων σχετικών με τις νοητικές διεργασίες του ανθρώπινου εγκεφάλου.
ΙΙΙ) Οι νοητικές λειτουργίες μπορούν να «αποσυντεθούν» σ’ έναν αριθμό συνιστωσών διαφορετικών μεταξύ τους και οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να κάνουν το ίδιο. Υποτίθεται δηλαδή ότι ένα μικρός αριθμός
συγκεκριμένων συνιστωσών βρίσκονται κάτω από όλες τις νοητικές «δραστηριότητες».
Γι αυτό το ζήτημα οι Newell and Simon (1982) υποστηρίζουν ότι
«
ένας από τους θεμελιακούς λίθους της επιστήμης των υπολογιστών είναι ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός στοιχειωδών πράξεων αρκεί για να παράγει τη συνολική επεξεργασία πληροφοριών».
Το ίδιο πιστεύεται ότι ισχύει και για τον άνθρωπο, με τη διευκρίνιση ότι σ’ αυτήν την περίπτωση
ενδιαφερόμαστε ταυτόχρονα για δύο πράγματα.
i) την εξεύρεση των στοιχειωδών γνωστικών λειτουργιών και
ii) τον προσδιορισμό του «πως» αυτές οι γνωστικές λειτουργίες είναι δομημένες ώστε να επιτελούν
ένα συγκεκριμένο καθήκον (έργο).
IV) Οι γνωστικές λειτουργίες απαιτούν κάποιο χρονικό διάστημα να επιτελεστούν, ακόμα κι αν αυτές είναι απλές.
V) Πολλές όψεις της ανθρώπινης γνώσης θεωρούνται ως ενεργητικές και δομημένες.
γ. Βασικές έννοιες του μοντέλου «Σύστημα Επεξεργασίας Πληροφοριών»Οι θεωρίες της επεξεργασίας πληροφοριών είναι ποικίλες. Συμπεριλαμβάνουν, σχεδόν πάντα, ορισμένες βασικές έννοιες. Αυτές είναι:
- Η Συμβολική αναπαράσταση των πληροφοριών
- Οι λειτουργίες αυτών των συμβολικών αναπαραστάσεων
- Η «Αισθητηριακή Μνήμη Βραχείας Διάρκειας» (ΑΜΒΔ) όπου οι πληροφορίες (ερεθίσματα) από το περιβάλλον, διατηρούνται για μικρό χρονικό διάστημα.
- Η «Μνήμη Μακράς Διάρκειας» (ΜΜΔ) ή «Σύστημα Γνώσης» ως το σύνολο των αναπαραστάσεων μαζί με τις λειτουργίες.
- Η «Μνήμη Βραχείας Διάρκειας» (ΜΒΔ) ή «Εργαζόμενη Μνήμη» ως εκείνο το υποσύνολο της (ΜΜΔ) που κάθε φορά είναι ενεργοποιημένο.
- Οι «Λειτουργίες Ελέγχου» (ΛΕ) υπεύθυνες για να διεγείρουν και να διατηρούν τη γνώση σε μια
ενεργητική (εργαζόμενη) κατάσταση.
Σύμφωνα μ’ αυτό το μοντέλο, όλοι οι άνθρωποι είναι εφοδιασμένοι με το ίδιο βασικό σύστημα επεξεργασίας των πληροφοριών στο οποίο περιλαμβάνονται από τη μια ορισμένες συνιστώσες (ΑΜΒΔ-ΜΜΔ-ΜΒΔ) κι από την άλλη τις λειτουργίες ελέγχου. Οι άνθρωποι θα διαφέρουν επομένως, ως προς τον χαρακτήρα και το μέγεθος του «συστήματος γνώσης» και των «λειτουργιών ελέγχου».
Μια λεπτομερειακή ανάλυση όλων των συνιστωσών του μοντέλου ξεφεύγει από τους σκοπούς μας.
Όμως, είναι απαραίτητο να δοθούν ορισμένα στοιχεία για τις συμβολικές αναπαραστάσεις των πληροφοριών και τις νοητικές λειτουργίες που γίνονται στην ανθρώπινη μνήμη.
α. Το περιβάλλον παρέχει μια δέσμη ερεθισμάτων στα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου.
Αυτή η δέσμη των ερεθισμάτων μπορεί να αφορά τόσο σύνολα στατικά (αντικείμενα) όσο και
δυναμικές αλλαγές (γεγονότα). Όμως, τα αντικείμενα και τα γεγονότα δεν είναι δυνατόν να
παρασταθούν απευθείας μέσα στον οργανισμό, να συμβεί δηλαδή κάτι σαν αντανάκλαση τους σε καθρέφτη.
Υπάρχουν ειδικοί «μηχανισμοί» οι οποίοι εκτελούν ορισμένους μετασχηματισμούς ή αποκωδικοποιήσεις αυτών των ερεθισμάτων που εισέρχονται στον οργανισμό.
Σε τελευταία ανάλυση, οι πληροφορίες για τα αντικείμενα ή τα γεγονότα θεωρούνται ως συμβολικές αναπαραστάσεις (εσωτερικές) που εναποθηκεύονται σ’ αυτό που ονομάζουμε μνήμη.Η φύση των συμβολικών αναπαραστάσεων μπορεί να ποικίλει. Για παράδειγμα, ΓΑΤΑ μπορεί να παριστάνεται συμβολικά με τα γράμματα Γ, Α, Τ, Α. Μια συγκεκριμένη γάτα, μπορεί να παριστάνεται ως <ψιψίνα>, <Αγκύρας>, <Γάτα> ή <Ζώο>. Η ακριβής φύση των συμβολικών αναπαραστάσεων των πληροφοριών στη μνήμη και ο φορμαλισμός τους είναι αντικείμενο έρευνας της Γνωστικής Ψυχολογίας. Μοντέλα έχουν προταθεί πολλά, είτε από Ψυχολόγους είτε από ερευνητές της Τεχνικής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence), είναι έξω από τα πλαίσια της μελέτης μας.
β. Με τον όρο
λειτουργίες (processes)εννοούμε εκείνες τις νοητικές ενέργειες που παράγουν,
μετασχηματίζουν ή επεξεργάζονται τις συμβολικές αναπαραστάσεις. Το ερέθισμα (38 + 27), για παράδειγμα, μπορεί να κωδικοποιηθεί ως τα αριθμητικά σύμβολα <38>και <27>σχετιζόμενα με μια αριθμητική πράξη, την πρόσθεση. 27>38>
Οι λειτουργίες που «δραστηριοποιούνται» με σκοπό την εύρεση του αθροίσματος – πρόσθεση των τιμών της στήλης των μονάδων (7 + 8) μεταφορά στη στήλη των δεκάδων (1), πρόσθεση των τιμών της στήλης των δεκάδων (1 + 3 + 2) – προκαλούν μια νέα συμβολική αναπαράσταση, το <65>. 65>
Σε κάθε περίπτωση, οι λειτουργίες δεν είναι άλλο παρά επεξεργασίες συμβόλων.γ. Μνήμη Μακράς Διάρκειας (ΜΜΔ) ή «Σύστημα Γνώσης»Οι συμβολικές αναπαραστάσεις και οι λειτουργίες, αποτελούν το «Σύστημα Γνώσης». Αυτό το σύστημα συχνά αναφέρεται ως
Μνήμη Μακράς Διάρκειας (Long - Term Memory, LTM), όρος που πρέπει να αποφεύγεται, επειδή υποδηλώνει μια θέση μέσα στο ανθρώπινο μυαλό, κάτι σαν «κατοικία» της γνώσης.
Τ
ο περιεχόμενο αυτής της μνήμης σε μια δοσμένη στιγμή αποτελείται από τις μόνιμες γνώσεις και δεξιότητες μας, οι οποίες δεν είναι ενεργοποιημένες. Σύμφωνα με τον G.Bower (1974), οι πληροφορίες που είναι «αποθηκευμένες» στη ΜΜΔ ανήκουν στις παρακάτω κατηγορίες:
-
Ένα χωρικό μοντέλο του κόσμου που μας περιβάλλει. Για παράδειγμα, συμβολικές δομές που αντιστοιχούν στις εικόνες του σπιτιού μας, του σχολείου μας, της πόλης μας, του πλανήτη μας...... Ακόμα, πληροφορίες σχετικές με το «που» βρίσκοντα, σημαντικά για μας αντικείμενα, είναι τοποθετημένα σ’ αυτό το «νοητικό χάρτη».
-
Οι γνώσεις μας σχετικές με τους φυσικούς νόμους, με τη
Κοσμολογία,με τις
ιδιότητες των αντικειμένων.-
Τα πιστεύω μας για τον άνθρωπο, γ
ια τον εαυτό μας,
για τη συμπεριφορά μας σε ποικίλες κοινωνικές καταστάσεις. Οι αξίες και οι κοινωνικοί σκοποί που επιδιώκουμε.
-
Οι δεξιότητες μαςγια οδήγηση, κολύμβηση, κυνήγι κ.λ.π. Επίσης,
οι δεξιότητες μας για τη λύση προβλημάτων σε ποικίλους τομείς,
τα σχέδια μας (πλάνα) για το πώς πετυχαίνουμε διάφορα πράγματα.
-
Οι δεξιότητες μας στη γλωσσική κατανόησηκ.λ.π.
Οι περισσότεροι θεωρητικοί της Γνωστικής Ψυχολογίας συμφωνούν πάνω σε μερικές γενικές ιδιότητες του «Συστήματος Γνώσης» όπως ότι
i) δεν υπάρχει περιορισμός στην ποσότητα γνώσης που αποθηκεύεται στη μνήμη
ii) η γνώση δεν χάνεται, το να ξεχνάμε αντανακλά την ανικανότητα μας για ανάκληση γνώσης και
iii) οι γνώσεις μπορεί να είναι προσπελάσιμες μέσω πολλών δρόμων και νύξεων.
δ. Μνήμη Βραχείας – Διάρκειας (ΜΒΔ) (working memory)Ενώ ο αριθμός των συμβολικών αναπαραστάσεων στη ΜΜΔ είναι απεριόριστος, μόνο ένα περιορισμένο υποσύνολο γνώσεων είναι ενεργοποιημένο κάθε φορά. Αυτές οι γνώσεις αναφέρονται σ’ ένα μικρό μέρος του «συστήματος γνώσης», όπου επιτελούνται ποικίλες διεργασίες των συμβολικών αναπαραστάσεων σε μια δεδομένη στιγμή και αποτελούν τη Μνήμη Βραχείας – Διάρκειας (ΜΒΔ).
Επομένως, η
Μνήμη Βραχείας Διάρκειας δεν πρέπει να θεωρείται σε καμιά περίπτωση σαν μια «θέση» ή ένα «κουτί» ξεχωριστό από τη μνήμη μακράς διάρκειας.
Το κυριότερο γνώρισμα της ΜΒΔ είναι ο μικρός αριθμός «μονάδων» που μπορεί να είναι ενεργοποιημένος κάθε φορά.Σ’ ένα φημισμένο άρθρο με τίτλο
«Ο μαγικός αριθμός επτά: συν ή πλην δύο», ο G.Miller (1956) έδειξε ότι
"O αριθμός των στοιχείων («μονάδων») που είναι σε θέση να συγκρατήσει η μνήμη μας, κάθε φορά, είναι 7 συν ή πλην 2".Ο άνθρωπος για παράδειγμα, μπορεί να
διακρίνει διαφορές μόνο μεταξύ 5 ως 7 αποχρώσεων του κόκκινου, να
θυμάται περίπου 7 ψηφία κάθε φορά (6, 8, 2, 4, 5, 7, 7) χωρίς φυσικά να χρησιμοποιήσει
μνημοτεχνικούς κανόνες, όπως οι ομαδοποιήσεις αριθμών ανά 2 ή 3.
Λύση Προβλημάτων – Πλάνα και ιεραρχίεςΠροτού προχωρήσουμε στις έρευνες που διεξάγονται πάνω στις ποικίλες όψεις της λύσης προβλημάτων,δίνουμε μερικούς χρήσιμους όρους οι οποίοι συνάγονται από τις εμπειρίες που έχουμε λύνοντας απλά προβλήματα της καθημερινής ζωής. Σκοπός μας είναι να εντοπίσουμε καταρχήν τη γενική στρατηγική που ακολουθεί ο άνθρωπος όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τέτοια απλά προβλήματα, κάνοντας έτσιένα πρώτο βήμα που θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε και σε πιο σύνθετα.
Είναι ανάγκη να διευκρινίσουμε ότι η Γνωστική Ψυχολογία ασχολείται με τις ΣΚΟΠΙΜΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
των ανθρώπων και αυτές είναι που ενδιαφέρουν εδώ.
Κάθε σκόπιμη πράξη χαρακτηρίζεται με όρους ενός πλάνου το οποίο έχει θέσει έναν ειδικό σκοπό
και ως πλάνο εννοούμε μια διαδικασία ή μια συνταγή για την επίτευξη ενός σκοπού.
Από τη στιγμή που ένα κίνητρο ή ένας σκοπός παίρνει προτεραιότητα, ο άνθρωπος επιλέγει από τη μνήμη του ένα πλάνο συμπεριφοράς το οποίο θα μπορούσε να τον οδηγήσει στον επιθυμητό σκοπό.
Για την ανάλυση μεγάλων τμημάτων της κατευθυνόμενης, προς ένα σκοπό, ανθρώπινης συμπεριφοράς χρήσιμη είναι η παρατήρηση ότι τα πιο πολλά πλάνα έχουν μια ιεραρχημένη δομή. Αυτή εύκολα διακρίνεται τουλάχιστον, στο χαρακτηριστικό παράδειγμα που ακολουθεί.
Έστω ότι, ο επιθυμητός σκοπός μας είναι να πάμε θέατρο το βράδυ, παίρνει προτεραιότητα.
Τότε αυτός ο γενικός σκοπός θα «γεννήσει» πολλούς υποταγμένους σ’ αυτόν σκοπούς, τους οποίους
ονομάζουμε υπο-σκοπούς. Είναι δυνατόν αυτοί οι υπο-σκοποί να «γεννήσουν», με τη σειρά τους,
δικούς τους υπο-σκοπούς. Και η διαδικασία μπορεί να συνεχίζεται......
Τα πιο πάνω συνοψίζονται στο διάγραμμα που ακολουθεί.
Διακρίνονται ο επιθυμητός σκοπόςκαι
δύο υποταγμένοι σ’ αυτόν
υπο-σκοποί.Σημειώνονται ακόμα οι πράξεις που πρέπει να εκτελεστούν.
Μια τέτοια περιγραφή του πλάνου συμπεριφοράς για την επίτευξη ενός σκοπού, μοιάζει με τα
διαγράμματα ροής ενός υπολογιστή δηλαδή μια ακολουθία εντολών και διακλαδισμένων αποφάσεων για την εκτέλεση μερικών πράξεων προς επίτευξη ενός σκοπού. Γενική Ευρετική Μέθοδος (Means-Ends analysis) και ο «Χώρος του προβλήματος» (Problem Space).Στα προηγούμενα είδαμε ότι, ο άνθρωπος «εκτελεί» ένα σχέδιο – πλάνο, προχωρώντας βήμα προς βήμα, συμπληρώνοντας ένα μέρος, και στη συνέχεια κινείται για τη συμπλήρωση του επόμενου.
Σ’ αυτό το μέρος εξετάζουμε δύο επιμέρους σημαντικά προβλήματα που έχουν ασφαλώς
και ενδιαφέρον παιδαγωγικό.
- Ποιο είναι το σύνολο των γνώσεων που θεωρούνται απαραίτητες, για να μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στη λύση ενός προβλήματος;
- Ποια είναι, σε γενικές γραμμές, η νοητική συμπεριφορά (πορεία της σκέψης) του ανθρώπου,
που προσπαθεί να λύσει ένα πρόβλημα;
Απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα επιχειρούν οι Newell and Simon (1972), Hayes and Simon (1974) και
Simon and Lea (1974) στηριζόμενοι σε πειραματικές έρευνες. Συνοπτικά δίνουμε παρακάτω τη λογική
και τα συμπεράσματά τους. Θεωρούμε χωριστά τις Γνώσεις και τις Διαδικασίες.
- Γνώσεις.Όταν κάποιος επιχειρεί να λύσει ένα πρόβλημα πρέπει να κατέχει ένα σύνολο γνώσεων που βρίσκεται «αποθηκευμένο» στη Μνήμη Μακράς Διάρκειας (ΜΜΔ). Σύμφωνα με τους Newell and Simon οι γνώσεις αυτές διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες:
--Γνώση ενός συνόλου στοιχείων, τα οποία ορίζουν τη συγκεκριμένη κατάσταση που το πρόβλημα τοποθετείται.
-- Γνώση της αρχικής κατάστασης του προβλήματος και του στόχου τον οποίο πρέπει να προσεγγίσει.
-- Γνώση ενός ή περισσοτέρων «οπερατόρων» (εκτέλεση πράξεων, εφαρμογή αλγορίθμου, εφαρμογή ενός νόμου κ.λ.π.) που του επιτρέπουν να μετασχηματίσει την αρχική κατάσταση σε μια κατάσταση όπου πετυχαίνεται ο στόχος (η λύση).
-- Γνώση των περιορισμών που αφορούν την εφαρμογή των «οπερατόρων» που χρησιμοποιεί κάθε φορά.
Το σύνολο αυτών των γνώσεων περιγράφει ό,τι οφείλει να γνωρίζει κανείς ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΛΥΣΗ ενός προβλήματος. Ονομάζεται, γι αυτό το λόγο
«Βασικός Χώρος του Προβλήματος» (Basic Problem Space).
-
ΔιαδικασίεςΞεκινώντας από το «βασικό χώρο» ο άνθρωπος κατασκευάζει το «χώρο του προβλήματος» (Problem Space). Αυτός ο χώρος συνιστά μια αναπαράσταση του καθήκοντος το οποίο επιτρέπει στον άνθρωπο να θεωρεί διαφορετικές καταστάσεις του προβλήματος, να τις αναγνωρίζει, έτσι ώστε να αποφασίζει ποιους οπεράτορες θα εφαρμόζει, κάθε φορά, για να μετατρέπει μια κατάσταση σε μια άλλη. Αλλά, για λίγο έστω, ας σταθούμε σ’ αυτό το σημείο, διευκρινίζοντας τι εννοούμε λέγοντας «μετατροπή μιας κατάστασης σε μια άλλη».
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο «Χώρος του Προβλήματος» είναι ένα σύνολο ΚΟΜΒΩΝ, καθένας από τους οποίους παριστάνει μια ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΓΝΩΣΗΣ (= σύνολο των γνώσεων που ο άνθρωπος γνωρίζει ή υποθέτει όταν βρίσκεται σε μια δεδομένη φάση της έρευνας για τη λύση του προβλήματος).
Κάθε κόμβος, περιέχει λίγο περισσότερες γνώσεις από τις προηγούμενες που έχει πετύχει.
Έτσι, η «ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΛΥΣΗΣ» περιγράφεται ως έρευνα διαμέσου ενός δικτύου κόμβων μέχρι
την επίτευξη της λύσης.
Οι δεσμοί που ενώνουν τους κόμβους (Ο), εκφράζουν διαδικασίες έρευνας και συμπεράσματα,
τα οποία προσθέτουν νέα γνώση σ’ εκείνες που προηγούμενα είχαν παραχθεί. Το «μονοπάτι» ή η «τροχιά» που περνάει από τους κόμβους του «χώρου του προβλήματος» ονομάζεται «
γράφημα της συμπεριφοράς» του ανθρώπου που λύνει το πρόβλημα.
Μ’ άλλα λόγια, το «γράφημα» περιγράφει το ιστορικό της λύσης ενός προβλήματος.
Το πιο χαρακτηριστικό σημείο της διαδικασίας επίλυσης ενός προβλήματος, είναι η στιγμή που
ο άνθρωπος ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ την εκλογή των οπερατόρων που θα του επιτρέψουν να περάσει από μια
«κατάσταση γνώσης» (κόμβο) του προβλήματος, που ήδη έχει πετύχει, σε μια άλλη επιθυμητή.
Οι Newell and Simon προτείνουν μια Γενική Ευρετική (στρατηγική λύσης προβλημάτων),
η οποία συνήθως ονομάζεται Means-Ends Analysis (ανάλυση σκοπών – μέσων)
Ενδιαφερόμαστε για τις ΔΙΑΦΟΡΕΣ ανάμεσα στην αρχική κατάσταση και στην κατάσταση – στόχος (λύση).
Αν δεν διαθέτουμε τα μέσα (οπεράτορες) που να μας επιτρέπουν τον ΥΠΟΒΙΒΑΣΜΟ αυτών των διαφορών αμέσως, τότε ορίζουμε τις καταστάσεις – υποστόχους των οποίων οι διαφορές σε σχέση με την αρχική κατάσταση μπορούν να υποβιβαστούν με οπεράτορες που διαθέτουμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η προτεινόμενη από τους Newell and Simon στρατηγική λύσης προβλημάτων δεν ούτε η πιο αποτελεσματική ούτε η πιο γενική. Φαίνεται όμως ότι οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούν ευρύτατα τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στη λύση προβλημάτων
(για παράδειγμα, λύση αριθμητικών προβλημάτων, προβλήματα κρυπτο-αριθμητικής, λογικά προβλήματα).
Τελευταία μάλιστα, οι έρευνες (σχετικές με τη λύση προβλημάτων Φυσικής) αποκάλυψαν ότι οι μαθητές κάνουν χρήση της ανάλυσης σκοπών – μέσων όταν λύνουν προβλήματα, σ΄ αντίθεση με τους Φυσικούς.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2. Δεν πρέπει να συγχέουμε την
ευρετική στρατηγική με την
αλγοριθμική.Αλγόριθμος είναι ένα σύνολο κανόνων, που αν τους ακολουθήσουμε θα παράγουν αυτόματα τη σωστή λύση (για παράδειγμα, οι κανόνες του πολλαπλασιασμού). Από την άλλη, οι ευρετικές στρατηγικές συγκεντρώνουν ένα σύνολο εμπειρικών κανόνων, είναι «τακτικές» έρευνας λύσης, σχετικά εύκολα εφαρμόσιμες.
Ενώ ο αλγόριθμος εγγυάται την επιτυχία, αυτό δεν συμβαίνει με την ευρετική στρατηγική.Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η εφαρμογή της μεθόδου με επιτυχία απαιτεί να είμαστε σε θέση:
i) να αναγνωρίζουμε καθαρά, κάθε φορά, τους τύπους διαφορών μεταξύ μιας κατακτημένης «κατάστασης γνώσης» και της επιθυμητής.
ii) να επιλέγουμε και να εφαρμόζουμε σωστά τους κατάλληλους οπεράτορες που εγγυώνται τον υποβιβασμό των διαφορών μεταξύ δύο καταστάσεων.
iii) να ορίζουμε υπο-στόχους σε όρους μιας επιθυμητής «κατάστασης γνώσης» μέσα στα πλαίσια του προβλήματος.
Ένα διάγραμμα συνοψίζει και συμβολικά αναπαριστάνει το «βασικό χώρο» στην πρώτη στήλη,
το «χώρο του προβλήματος» (κόμβους, διαδικασίες) στη δεύτερη. Σ'ολόκληρη την πορεία παρούσα
είναι η Μνήμη Μακράς Διάρκειας, στο κάτω μέρος του διαγράμματος.
Ο ρόλος της μνήμης στη λύση των προβλημάτωνΜέχρι σήμερα ο ρόλος της μνήμης (ΜΜΔ και ΜΒΔ) στην επίλυση προβλημάτων έχει υποτιμηθεί ιδιαίτερα στις παρακάτω περιπτώσεις:
- στη διατήρηση των δεδομένων του προβλήματος και των πραγματοποιημένων δοκιμών και των αποτελεσμάτων μέσα στην «εργαζόμενη» μνήμη (ΜΒΔ),
- στην ανάκληση γνώσεων και αναμνήσεων προβληματικών καταστάσεων ανάλογα με το πρόβλημα
που αντιμετωπίζουμε κάθε φορά από τη Μνήμη Μακράς Διάρκειας (ΜΜΔ) και θα προσανατολίσουν
την ερευνητική δραστηριότητα.
Έρευνες, από παλιά, επισημαίνουν το γεγονός ότι
οι ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ που συναντούν οι άνθρωποιμπροστά σε προβληματικές καταστάσεις μπορούν να «φωτιστούν» αν πάρουμε υπόψη μας τα εμπόδια που προέρχονται από τη λειτουργία του συστήματος της μνήμης.Για τον
Piaget και τη Σχολή της Γενεύης
η μνήμη αντανακλά τις νοητικές λειτουργίεςκαι ακολουθεί την ανάπτυξη της νοημοσύνης. Συγγενικές απόψεις εκφράζει και η λεγόμενη
«Σοβιετική Σχολή» που συνδέει τη μνήμη με τη δραστηριότητα (Zintchenko, 1966 και Smirnof, 1966).
Το περιεχόμενο της μνήμης ενός ειδικού (expert) σκακιστήΈνα σημαντικό εύρημα σχετικό με τις διαφορές των experts και των αμύητων στο σκάκι, δόθηκε από τον de Groot (1946, 1965). Το εύρημα πρώτα.
Έστω ότι πάνω στη σκακιέρα έχουν απομείνει 25 «κομμάτια» από μια παρτίδα, που βρίσκεται σε εξέλιξη, ανάμεσα σε έναν expert και έναν αρχάριο.
Κοιτάζοντας
ο expertτη σκακιέρα για 5 έως 10 δευτερόλεπτα, είναι σε θέση να αναπαράγει το παιχνίδι με ακρίβεια 90%. Βρίσκει, δηλαδή, τις σωστές θέσεις για όλα σχεδόν τα «κομμάτια».
Από την άλλη, στην ίδια παρτίδα,
ο αρχάριοςαποτυγχάνει να αναπαράγει το παιχνίδι και βρίσκει για
5 ή 6 κομμάτια τη σωστή θέση.
Στη συνέχεια, τοποθετούνται στη σκακιέρα 25 κομμάτια αλλά αυτή τη φορά,
τυχαία.Τώρα, και ο expert και ο αρχάριος αναπαράγουν τις σωστές θέσεις των 5 ή 6 κομματιών.
Αυτό δείχνει ότι η υπεροχή των experts δεν οφείλεται σε κάποια έμφυτη ανωτερότητα του μνημονικού συστήματος ή των αντιληπτικών ικανοτήτων τους. Αλλού θα πρέπει να αναζητήσουμε μια εξήγηση!.Οι μελετητές του φαινομένου των διαφορών experts – αρχαρίων (και όχι μόνο στο σκάκι) βασιζόμενοι
το μοντέλο της Γνωστικής Ψυχολογίας υποστηρίζουν ότι, η κύρια εξήγηση βρίσκεται στο μεγάλο αριθμό ερεθισμάτων που είναι αποθηκευμένα στη Μνήμη Μακράς Διάρκειας (ΜΜΔ) του expert με τη μορφή «
συμπαγών πακέτων πληροφοριών» (
chunks).
Πιο αναλυτικά, με τον όρο «σ
υμπαγές πακέτο»εννοούμε κάθε ερέθισμα που έχει καταστεί οικείο στον άνθρωπο, από προηγούμενες επαναλαμβανόμενες εκθέσεις του σ'αυτό, ώστε τελικά να αναγνωρίζεται ως μια ενιαία μονάδα
[Μια οικεία λέξη αναγνωρίζεται ως «συμπαγές πακέτο» (chunk). Για πολλούς από μας η φράση «η ισχύς εν τη ενώσει» συνιστά, επίσης, ένα «συμπαγές πακέτο». Επίσης, καθένα από τα κινέζικα ιδεογράμματα αποτελεί ενιαία μονάδα και όχι απλά μια συλλογή γραμμών. Το ίδιο, πολλά ζευγάρια ιδεογραμμάτων συνιστούν ένα μόνο chunk και σαν τέτοιο αναγνωρίζεται].
Θα έλεγε κανείς πως αυτή η εξήγηση δεν προσφέρει τίποτα σπουδαίο, πως αντικαταστάθηκε ο γενικός όρος «διαίσθηση» ή «ταλέντο» με μια άλλη μαγική λέξη, το chunk. Τα πράγματα δεν είναι έτσι, η έρευνα προχώρησε πέρα από τις λέξεις. Ας δούμε, όμως, τη συλλογιστική των ερευνητών,
σε ότι αφορά την αποθήκευση των γνώσεων τόσο του expert όσο και του αρχάριου, με αφορμή τα ευρήματα του de Groot.
Η έκθεση του σκακιστή σε ένα ερέθισμα για μικρό χρονικό διάστημα δεν επιτρέπει τη στερέωση αυτού του ερεθίσματος στη Μνήμη Μακράς Διάρκειας (ΜΜΔ) και αυτό σημαίνει ότι παραμένει στη
Μνήμη Βραχείας Διάρκειας (ΜΒΔ). Η χωρητικότητα της τελευταίας, όπως είναι γνωστό, είναι
γύρω στις 7 «μονάδες».
Έτσι,
για τον αρχάριο, κάθε «κομμάτι» στη σκακιέρα είναι μια ή το πολύ δύο «μονάδες»και ο αριθμός των κομματιών, επομένως, που μπορεί να αναπαράγει στη σκακιέρα από μια παρτίδα
σε εξέλιξη είναι γύρω στα 6.
Από την άλλη,
για έναν expert – σκακιστήο οποίος διαθέτει ΜΒΔ ίδιας χωρητικότητας με αυτή του αρχάριου,
οι οικείοι, οργανωμένοι σχηματισμοί 2 έως 5 κομματιών αναγνωρίζονται ως ένα διακεκριμένο «συμπαγές πακέτο» (chunk).
Συγκρατεί, επομένως, ο expert στη ΜΒΔ τέσσερα τέτοια «συμπαγή πακέτα», δηλαδή μπορεί να αναπαράγει σωστά 25 περίπου θέσεις. Στην περίπτωση τώρα, που τα κομμάτια είναι τυχαία τοποθετημένα πάνω στη σκακιέρα, ο expert χάνει την ικανότητά του, υποβιβάζεται στη στάθμη του …αρχάριου.
Η έρευνα δεν σταμάτησε σ’ αυτές τις διαπιστώσεις αλλά διατυπώνει νέες υποθέσεις και τις δοκιμάζει
στην πράξη καταφεύγοντας στο πείραμα. Δείχθηκε ότι
ο expert έχει αποκτήσει την ικανότητα να αναγνωρίζει γύρω στα 50.000 «συμπαγή πακέτα» κι ακόμα ότι το περιεχόμενό τους δεν είναι μόνο γνώσεις γεγονότων αλλά πληροφορίες για ενέργειες και στρατηγικές.
Όλα αυτά, αποθηκευμένα στη ΜΜΔ του expert – σκακιστή, του επιτρέπουν να ανακαλεί κάθε φορά τις γνώσεις, τις ενέργειες και τις στρατηγικές εκείνες που κρίνει σαν πιο κατάλληλες σε μια νέα παρτίδα
[Αν πάρουμε υπόψη μας ότι απαιτείται ορισμένος χρόνος για να αποθηκευθεί στη ΜΜΔ ένα νέο «συμπαγές πακέτο» καταλαβαίνουμε γιατί χρειάζονται κάπου 10 χρόνια εξάσκησης να μπορέσει κανείς να γίνει expert – σκακιστής. Το ίδιο θα λέγαμε και για τους επαγγελματίες σε ειδικούς τομείς. Δεν γίνεται κανείς γιατρός ή Φυσικός χωρίς μια μακρόχρονη εκπαίδευση στον τομέα του, αναγκαία για την αποθήκευση στη ΜΜΔ ενός συνόλου γνώσεων (γεγονότα ή διαδικασίες), αλγορίθμων, στρατηγικών].
Τα «Συστήματα Παραγωγής»:ένας τολμηρός (;) φορμαλισμός της Μνήμης Μακράς Διάρκειας
Οι ενταγμένοι στα πλαίσια της Γνωστικής Ψυχολογίας ερευνητές, προχώρησαν ακόμα παραπέρα στην προσπάθεια τους να περιγράψουν την ακριβή «γραφική παράσταση της συμπεριφοράς» του ανθρώπου που λύνει ένα πρόβλημα.
Για το σκοπό αυτό οι Newell and Simon επινόησαν ένα νέο φορμαλισμό.
Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για την υπόθεση σύμφωνα με την οποία η ΜΜΔ συνίσταται από προγράμματα οργανωμένα ως «Συστήματα Παραγωγής». Ένα τέτοιο σύστημα είναι ένα σύνολο εντολών που ονομάζονται
«κανόνες παραγωγής».
Καθένας απ’ αυτούς αποτελείται από δύο μέρη:
Μια
συνθήκη (condition)και μια
ενέργεια (action).
Συμβολίζεται με το ζευγάρι:
< ΣΥΝΘΗΚΗ > ………………….< ΕΝΕΡΓΕΙΑ >
και μπορεί να παρασταθεί ως μια
υποθετική πρόταση του τύπου:
Αν η < ΣΥΝΘΗΚΗ > ικανοποιείται, τότε, η < ΕΝΕΡΓΕΙΑ > εκτελείται
Η υπόθεση,που γεννήθηκε από την αναλογία λειτουργίας υπολογιστή και ανθρώπινης σκέψης, διατυπώνεται ως:
Η μνήμη του expert (σκακιστή, γιατρού ή Φυσικού) μπορεί να θεωρηθεί ως ένα οργανωμένο σύνολο «Κανόνων Παραγωγής». Συνεπώς, το περιεχόμενο της Μνήμης Μακράς Διάρκειας (ΜΜΔ) μπορεί να μετρηθείμε τον αριθμό των «κανόνων παραγωγής» που αυτή εμπεριέχει και αναφέρεται σ’ έναν ειδικό τομέα.Ο Simon, όπως και οι συνεργάτες του Φυσικοί, δέχονται επιπλέον μια αναλογία (με την επιφύλαξη για όλες τις παγίδες που κρύβουν οι αναλογίες):
Οι γνώσεις του expert αντανακλούν το περιεχόμενο ενός βιβλίου αναφοράς μαζί με ένα πλουσιότατο ευρετήριο.Η υπόθεση και η αναλογία όπως διατυπώθηκαν παραπάνω, μας προσφέρουν μιαν άλλη «γλώσσα»
για να περιγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι experts:
Όταν ο expert βρίσκεται μπροστά σε μια
προβληματική κατάσταση του τομέα του(παρτίδα σκακιού, πρόβλημα Φυσικής, ασθένεια)
αναγνωρίζει εκείνα τα χαρακτηριστικά πουικανοποιούν τη συνθήκη ενός από τους «κανόνες παραγωγής», οπότε προκαλείται μια ενέργεια
(κίνηση στο σκάκι, επιλογή νόμου ή στρατηγικής, διάγνωση ασθένειας).
Οι ενέργειες αντιστοιχούν στο περιεχόμενο του βιβλίου αναφοράς και οι συνθήκες στο ευρετήριο.
.
Σημείωση.Τα «συστήματα παραγωγής» είναι πολύ πιο ευέλικτα περιγράμματα από αυτά των υπολογιστών.
Έτσι, προσφέρονται ως εναλλακτική λύση στην προσπάθεια να περιγράψουμε το μηχανισμό που
καθορίζει την ακολουθία με την οποία επιτελούνται οι νοητικές διεργασίες αυτού που λύνει
προβλήματα. Σήμερα, τα «συστήματα παραγωγής» θεωρούνται τα πιο πετυχημένα προγράμματα (Simon, 1979) και χρησιμοποιούνται στη Διαγνωστική Ιατρική, στη Μηχανική, στα Ηλεκτρονικά, και σε άλλους τομείς της Φυσικής.
Από έρευνες βρέθηκε ότι,
οι γνώσεις που μεταδίδει ένα κεφάλαιο Φυσικής, εμπεριέχει περίπου12 «Κανόνες παραγωγής». Εκτιμάται, μάλιστα, πως
ένας επαγγελματίας Φυσικός κατέχει μερικές δεκάδες χιλιάδες «κανόνες παραγωγής».Συνάντηση δύο προβληματισμών: Ψυχολογία και ΕπιστημολογίαΠαρόλο που οι αντιλήψεις μας για τη φύση της επιστημονικής γνώσης και για το πώς μαθαίνει το παιδί και ο έφηβος, άλλαξαν ριζικά τα τελευταία χρόνια, η διδασκαλία της Φυσικής αρνείται πεισματικά να παρακολουθήσει τις εξελίξεις.
Όσον αφορά τα σχετικά με τη μάθηση, ας συνοψίσουμε τα πιο σημαντικά.
Δεχόμαστε ότι η μάθηση δεν είναι μια παθητική πράξη, κάτι δηλαδή σαν αντανάκλαση σε καθρέφτη, ερεθισμάτων του περιβάλλοντος.
Αντίθετα, η Γνωστική Ψυχολογία προκρίνει τη
λειτουργική όψη της σκέψης.
Η μάθηση επιτελείται ως αποτέλεσμα νοητικών διαδικασιών που συμβαίνουν στα κεφάλια των μαθητών.
Με άλλα λόγια, ο μαθητής δεν είναι λευκό χαρτί που πρόκειται απλά να το γεμίσει ο δάσκαλος
με «έτοιμες» γνώσεις.
Υπόθεση του ίδιου του μαθητή είναι, λοιπόν, η απόκτηση προσεκτικάοργανωμένων γνώσεων και η ανάπτυξη πλουσιότερων συλλογισμών. Μόνο κάτω από συνθήκες αυτόνομης δραστηριότητας μπορεί ο μαθητής να οικοδομήσει μονιμότερα τις γνώσεις του.Δυστυχώς, η ανάπτυξη των γνώσεων και των νοητικών δεξιοτήτων δεν συμβαίνει πάντα χωρίς αντιστάσεις:
αποθηκευμένες στη Μνήμη Μακράς Διάρκειας (ΜΜΔ) γνώσεις, αποκτημένες μέσω των πρώτων εμπειριών των παιδιών, έχουν ανασταλτικό χαρακτήρα στη συγκρότηση της επιστημονικής γνώσης. Μια σειρά από έρευνες το επιβεβαιώνουν. Ιδιαίτερα σημαντική, η έρευνα της γαλλίδας L.Viennot (1979) - ερευνήτριας της Διδακτικής της Φυσικής – πάνω στον «αυθόρμητο συλλογισμό» των μαθητών σε θέματα Δυναμικής.
Όσον αφορά, τώρα, τη φύσης της Επιστήμης. Συχνά θεωρείται ως πολύτιμη συλλογή γεγονότων,
αρχών και λογικών σχέσεων. Εκφράζει αυτό που συνήθως ονομάζεται στατική όψη της επιστημονικής γνώσης και τις προσδίδει συσσωρευτικό χαρακτήρα. Η αποδοχή αυτής της αντίληψης είναι που οδηγεί σε μια διδασκαλία των αποτελεσμάτων της επιστήμης και εξοστρακίζει τη γνωριμία με την εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης. Σήμερα, με την επιστημολογική έρευνα και τη νέα θεώρηση της Ιστορίας των Επιστημών, αναδεικνύεται ο δυναμικός χαρακτήρας της επιστημονικής γνώσης και η συγκρότησή της ως οργανωμένο εννοιολογικό σύστημα.
Στηριζόμενοι μόνο σε όσα αναφέραμε, γίνεται φανερό τι θα πρέπει να παίρνει υπόψη της
μια διδασκαλία Φυσικών Επιστημών, για να μην καταλήγει στην προσφορά στείρας γνώσης και
στην ενίσχυση του εγκυκλοπαιδισμού.
- Δημιουργία συνθηκών που να ευνοούν την
αυτόνομη δραστηριότητα των μαθητών.- Φροντίδα για το
«γκρέμισμα» εκείνων των εμπειρικών απλοϊκών συλλογισμών που «μπλοκάρουν» τη σκέψη του μαθητήκαι τον εμποδίζουν να χτίσει ο ίδιος νέες δομές συμβατές μ’ αυτές του Φυσικού.
- Ανάδειξη της
εξέλιξης των θεωριών,επισήμανση της
αλλαγής κοσμοειδώλων, των πιο σημαντικών και καθοριστικών για τη μετέπειτα ανάπτυξη της Φυσικής.
Μπροστά σε μια τέτοια θεώρηση, φτωχή και ανήμπορη στέκεται η μέθοδος διδασκαλίας που προκρίνει ως πανάκεια τους γνωστούς «στόχους συμπεριφοράς». Η μάθηση και η διδασκαλία αποδεικνύονται στην καθημερινή διδακτική πράξη πιο πλούσιες, πιο σύνθετες και πιο αντιφατικές, απ’ όσο τις αντιμετωπίζει ένα αυστηρά οργανωμένο και άκαμπτο σύστημα στόχων συμπεριφοράς. Η αμφισβήτηση, όμως των στόχων που υποβαστάζει η Ψυχολογία της Συμπεριφοράς, δεν σημαίνει κιόλας απόρριψη των διδακτικών στόχων.
Εκείνο που κατά τη γνώμη μου χρειαζόμαστε είναι ένα
ευέλικτο σύστημα στόχων μέσα στο Πλαίσιο της νέας προβληματικής. Και είμαστε ακόμα πολύ μακριά από κάτι, το οποίο για να μορφοποιηθεί και στη συνέχεια αναπτυχθεί, χρειάζονται έρευνες και δοκιμασίες στη διδακτική πράξη.
Η «Διδασκαλία των Επιστημών» ως πρόβλημα!Ως δάσκαλοι φυσικής ενδιαφερόμαστε για τη "φυσική"και έχουμε την τάση να συγκεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στο περιεχόμενο της διδασκαλίας.
Αλλά οι αλλαγές στην κοινωνία και στο ρόλο που διαδραματίζουν οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (ΤΠΕ-Ε) μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που διδάσκουμε και να μην αναπαράγουμε για πολύ ακόμα τους εαυτούς μας.
Τα εμπειρικά δεδομένα από έρευνες δείχνουν ότι έχουμε αποτύχει στο να καταφέρουμε οι περισσότεροι των μαθητών μας να σκέφτονται για τον κόσμο σύμφωνα με τον επιστημονικό τρόπο σκέψης
(Βλέπε την ανάρτηση στο blog μου "Ο διδακτικός στόχος «καταπολέμηση των προλήψεων
και των δεισιδαιμονιών» σε βιβλία Φυσικών Επιστημών (18ος – 19ος αιώνας)
http://makolas.blogspot.gr/2013/07/18-19.html.
Αυτό μας οδηγεί στο να σκεφτούμε ότι πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που διδάσκουμε.
Αλλά τι μπορεί να σημαίνει το
"πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που διδάσκουμε;"Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη διδασκαλία ως
πρόβλημαμε το να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία στο πως μαθαίνουν οι μαθητές μας και στο πως ανταποκρίνονται στη διδασκαλία μας.
Γι’ αυτό το σκοπό έχουμε ανάγκη από ορισμένες κατευθυντήριες ιδέες της Γνωστικής Ψυχολογίας
(παρόλο που δεν είναι συγκροτημένη όπως οι Φυσικές Επιστήμες) κατάλληλα προσαρμοσμένες για
τη διδασκαλία τους στη σχολική τάξη.
Συνοψίζουμε αυτές τις ιδέες με βάση δύο δημοσιεύματα του καθηγητή Φυσικής
Edward F. Redish στο Πανεπιστήμιο Maryland.
Η βασική ιδέα είναι αυτή του "νοητικού μοντέλου", έννοια-πυρήνας του Εποικοδομητισμού:
Οι άνθρωποι έχουν την τάση να οργανώνουν τις εμπειρίες και τις παρατηρήσεις τους
σε "νοητικά μοντέλα" (mental models).
Με τον όρο "
νοητικό μοντέλο"εννοούμε μια συλλογή νοητικών σχηματισμών που οι άνθρωποι
οικοδομούν για να οργανώνουν τις εμπειρίες τους αναφορικά με ένα ειδικό τομέα.
Η περιγραφή των βασικών στοιχείων των "νοητικών μοντέλων"μπορεί να γίνει με τα
νοητικά σχήματα (schemata). Κάθε νοητικό σχήμα είναι μια συλλογή στενά συνδεδεμένων δεδομένων, μαζί με τους κανόνες για τη χρήση του.
Παρόλο που δεν υπάρχει μια γενικά αποδεκτή θεωρία των νοητικών μοντέλων, για ορισμένες
χαρακτηριστικές ιδιότητές τους υπάρχει συμφωνία:
Τα "νοητικά μοντέλα" :
1.Συνίστανται από εικόνες, προτάσεις, κανόνες και δηλώσεις για το πότε και πως αυτά τα μοντέλα
χρησιμοποιούνται.
2. Μπορεί να περιέχουν αντικρουόμενα στοιχεία.
3. Μπορεί να είναι ατελή.
4. Μπορεί να μη γνωρίζουμε πως να "τρέξουμε"τις διαδικασίες που είναι παρούσες στο νοητικό μοντέλο.
5. Παρόμοια στοιχεία ενός νοητικού μοντέλου μπορεί να συγχέονται μεταξύ τους.
6.Τείνουν να ελαχιστοποιούν την κατανάλωση νοητικής ενέργειας
( συχνά κάνουμε επιπλέον χρονοβόρα και επίπονη εργασία μόνο και μόνο για να αποφύγουμε να σκεφτούμε).
Παρακάτω παρουσιάζονται οι τέσσερις βασικές αρχές
•
Αρχή της οικοδόμησης των νοητικών μοντέλων•Αρχή του πλαισίου (τροποποίηση και επέκταση των νοητικών μοντέλων)•Αρχή της αλλαγής των νοητικών μοντέλων•Αρχή της ατομικότητας των νοητικών μοντέλων και τα συνεπαγόμενα πορίσματα.
Πρόκειται για ένα πλαίσιο το οποίο μας επιτρέπει να αναστοχαστούμε στα πολύπλοκα ζητήματα
της μάθησης και της διδασκαλίας.
1. Αρχή της οικοδόμησης των νοητικών μοντέλων:Οι άνθρωποι έχουν την τάση να οργανώνουν τις εμπειρίες και τις παρατηρήσεις τους σε "νοητικά μοντέλα" (mental models).
Πόρισμα 1.1Σκοπός της διδασκαλίας της φυσικής είναι η δημιουργία ενός μαθησιακού περιβάλλοντος τέτοιο ώστε να βοηθάει τους μαθητές να οικοδομήσουν τα κατάλληλα νοητικά μοντέλα ώστε να κάνουν φυσική.
Πόρισμα 1.2Δεν είναι αρκετό για τους μαθητές μας να γνωρίζουν τις σωστές διατυπώσεις της φυσικής.
Θα πρέπει να είναι ικανοί να έχουν πρόσβαση στις κατάλληλες γνώσεις την κατάλληλη στιγμή.
Πόρισμα 1.3Ο μαθητής δεν είναι "λευκό χαρτί". Έρχεται στο σχολείο με τις δικές του εμπειρίες τις οποίες
έχει οργανώσει σε "νοητικά μοντέλα".
Πόρισμα 1.4Τα νοητικά μοντέλα οικοδομούνται. Οι άνθρωποι μαθαίνουν καλύτερα πράττοντας παρά βλέποντας.
Πόρισμα 1.5Πολλοί από τους μαθητές μας δεν έχουν το κατάλληλο νοητικό μοντέλο για το τι σημαίνει "μαθαίνω φυσική".
2. Αρχή του πλαισίου (τροποποίηση και επέκταση των νοητικών μοντέλων)Είναι πολύ πιο εύκολο να μάθουμε κάτι που ταιριάζει ή επεκτείνει ένα προϋπάρχον "νοητικό μοντέλο".
Πόρισμα 2.1Τα πιο πολλά από όσα μαθαίνουμε προέρχονται από αναλογική σκέψη.
Πόρισμα 2.2Ορισμένα φαινόμενα ή παραδείγματα είναι πολύ σημαντικά. Αποτελούν το "υπόδειγμα"για την μελέτη άλλων.
3. Αρχή της αλλαγής των νοητικών μοντέλωνΕίναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξουμε ένα καλά εδραιωμένο "νοητικό μοντέλο".
Πόρισμα 3.1Για να αλλάξει ένα προϋπάρχον "νοητικό μοντέλο"θα πρέπει το προτεινόμενο (διάδοχο) νοητικό μοντέλο να έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
α) να είναι κατανοητό
β) να είναι εύλογο
γ) να έχει υπάρξει ισχυρή σύγκρουση με τις προβλέψεις που βασίζονται στο προϋπάρχον νοητικό μοντέλο.
γ) το διάδοχο μοντέλο να αποδεικνύεται πιο χρήσιμο.
4. Αρχή της ατομικότητας των νοητικών μοντέλωνΕπειδή ο καθένας οικοδομεί τα δικά του "νοητικά μοντέλα", διαφορετικοί μαθητές έχουν διαφορετικά
νοητικά μοντέλα για τα φυσικά φαινόμενα και διαφορετικά μοντέλα για τη μάθηση.
Πόρισμα 4.1Οι προσωπικές μας εμπειρίες μπορεί να είναι
φτωχός οδηγόςγια να αποφασίσουμε τι να κάνουμε με
τους μαθητές μας.
Πρόταση 4.2Αν επιθυμούμε να γνωρίσουμε τι οι μαθητές μας γνωρίζουν, οφείλουμε όχι μόνο να τους ρωτήσουμε
αλλά και να τους ακούσουμε!
Για όποιον ενδιαφέρεται παραθέτω μια
εκτεταμένη Βιβλιογραφία για την επίλυση προβλημάτων Φυσικής που βρήκα σε ένα άρθρο στο διαδίκτυο.
Augustine, N. (2006). Rising Above The Gathering Storm: Energizing and Employing America
for a Brighter Economic Future. Washington, DC: National Academies Press.
Blue, J. M. (1997). Sex differences in physics learning and evaluations in an introductory
course. Unpublished doctoral dissertation, University of Minnesota, Twin Cities.
Carney, A. (2006, October). What do we want our students to learn? Transform, 1, 1-6.
Chi, M. T., Feltovich, P. J., & Glaser, R. (1980). Categorization and Representation of Physics
Problems by Experts and Novices. Cognitive Science, 5, 121-152.
Foster, T. (2000). The development of students' problem-solving skills from instruction
emphasizing qualitative problem-solving. Unpublished doctoral dissertation, University
of Minnesota, Twin Cities.
Hambrick, D. Z., & Engle, R. W. (2003). The role of working memory in problem solving. In J.
E. Davidson & R. J. Sternberg (Eds.), The psychology of problem solving (pp. 176-206).
Cambridge, UK: Cambridge University Press.
Heller, J. I., & Reif, F. (1984). Prescribing effective human problem-solving processes: Problem
description in physics. Cognition and Instruction, 1(2), 177-216.
Heller, K., & Heller, P. (2000). The competent problem solver for introductory physics. Boston:
McGraw-Hill.
Heller, P., Heller, K., & Kuo, V. (2004, January). Procedure for setting goals for an introductory
physics course. Contributed talk presented at the meeting of the American Association of
Physics Teachers, Miami Beach, FL. Physics Problem Solving 22
Heller, P., Keith, R., & Anderson, S. (1992). Teaching problem solving through cooperative
grouping. Part 1: Group versus individual problem solving. American Journal of Physics,
60(7), 627-636.
Hsu, L., Brewe, E., Foster, T. M., & Harper, K. A. (2004). Resource letter RPS-1: Research in
problem solving. American Journal of Physics, 72(9), 1147-1156.
Larkin, J. H. (1979). Processing information for effective problem solving. Engineering
Education, 70(3), 285-288.
Larkin, J. H. (1980). Teaching problem solving in physics: the psychological laboratory and the
practical classroom. In D. T. Tuma & F. Reif (Eds.), Problem solving and education:
issues in teaching and research (pp. 111-125). Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum
Associates.
Larkin, J. H., & Reif, F. (1979). Understanding and teaching problem solving in physics.
European Journal of Science Education, 1(2), 191-203.
Martinez, M. E. (1998). What is Problem Solving? Phi Delta Kappan, 79, 605-609.
Mazur, E. (1997). Peer instruction: A user’s manual. Upper Saddle River, NJ: Prentice Hall.
McDermott, L. C. (1991). Millikan Lecture 1990: What we teach and what is learned – Closing
the gap. American Journal of Physics, 59(4), 301-315.
McDermott, L. C., & Redish, E. F. (1999). Resource letter: PER-1: Physics education research.
American Journal of Physics, 67(9), 755-767.
Newell, A., & Simon, H. A. (1972). Human problem solving. Englewood Cliffs, NJ: Prentice
Hall.
Ormrod, J. E. (2004). Human learning (4th ed.). Upper Saddle River, NJ: Pearson Education,
Inc. Physics Problem Solving 23
Pόlya, G. (1957). How to solve it (2nd ed.). Princeton, NJ: Princeton University Press.
Pόlya, G. (1962). Mathematical discovery. New York: John Wiley & Sons, Inc.
Pretz, J. E., Naples, A. J., & Sternberg, R. J. (2003). Recognizing, defining, and representing
problems. In J. E. Davidson & R. J. Sternberg (Eds.), The psychology of problem solving
(pp. 3-30). Cambridge, UK: Cambridge University Press.
Redish, E. F. (2003). Teaching physics with the physics suite. Hoboken, NJ: Johns Wiley &
Sons, Inc.
Redish, E. F., Scherr, R. E., & Tuminaro, J. (2006). Reverse engineering the solution of a
“simple” physics problem: Why learning physics is harder than it looks. The Physics
Teacher, 44(5), 293-300.
Reif, F. (1981). Teaching problem solving – A scientific approach. The Physics Teacher, 19(5),
310-316.
Reif, F. (1995). Millikan Lecture 1994: Understanding and teaching important scientific thought
processes. American Journal of Physics, 63(1), 17-32.
Reif, F. (1995). Understanding basic mechanics. New York: John Wiley & Sons, Inc.
Reif, F., & Heller, J. I. (1982). Knowledge structures and problem solving in physics.
Educational Psychologist, 17(2), 102-127.
Reif, F., Larkin, J.H., & Brackett, G.C. (1976). Teaching general learning and problem-solving
skills. American Journal of Physics, 44(3), 212-217.
Sweller, J. (1988). Cognitive load during problem solving: effects on learning. Cognitive
Science, 12, 257-285.
Van Heuvelen, A. (1991). Learning to think like a physicist: A review of research-based
instructional strategies. American Journal of Physics, 59(10), 891-897.
daponte@sch.gr